Τελευταίες Ειδήσεις

Παπα–Θύμιος Βλαχάβας: Η προδομένη επανάσταση


Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα

Για την πλήρη εκδοχή: www.vlioras.gr/1821/Vlachavas6.htm & https://www.academia.edu/45674427

Λίγο πριν από την 25η Μαρτίου 2021 οι μαθητές και καθηγητές του Δευτέρου Γυμνασίου Καλαμπάκας, με τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Θεοκλήτου και υπό την αιγίδα της Μητροπολιτικῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν καὶ Ἱστορικῶν Μελετῶν Ἁγίων Μετεώρων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων καθώς και της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Τρικάλων, ανακοίνωσαν την συμμετοχή τους στις εόρτιες / εκπαιδευτικές δραστηριότητες για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, με την πρόθεση να αναδείξουν δέκα σημαντικές προσωπικότητες της περιοχής μας που έπαιξαν σημαντικό ρόλο πριν από την επανάσταση του 1821 και κατά τη διάρκειά της.

Θυμίζουμε ότι έχει προκηρυχθεί ένας διαγωνισμός ζωγραφικής για τη φιλοτέχνηση των προσωπογραφιών των προσωπικοτήτων αυτών ή χαρακτηριστικών σκηνών από τη ζωή τους (θα δοθούν σχετικά —χρηματικά— βραβεία και έπαινοι. Διαβάστε και τους όρους του διαγωνισμού). Θα συνεχίσουμε με τον παπα–Θύμιο Βλαχάβα (Ϛʹ μέρος).

Ϛʹ μέρος. 1808: Ξέσπασμα επανάστασης

Το Καστράκι γύρω στα 1910. Από το αρχείο του πανεπιστημίου Cornell.

Στις 5 Μαΐου λοιπόν, εσπευσμένα και πρόωρα, ο Βλαχάβας αναγκάστηκε να υψώσει την σημαία της επανάστασης στα Χάσια. Με 600 άντρες κατέλαβε το Καστράκι Καλαμπάκας και τη γύρω περιοχή μέχρι τη γέφυρα στο Μουργκάνι, αποκόβοντας την επικοινωνία με την Ήπειρο, ενώ συγχρόνως έστελνε απεσταλμένους στους υπόλοιπους Κλεφταρματολούς των άλλων περιοχών ζητώντας βοήθεια. Ταυτόχρονα, επανέλαβε την πρόσκλησή του στους Τούρκους Τρικάλων και Λαρίσης για σύμπραξη.

«Κι αν θέλετε το έρτζι σας εσείς και τον ραγιά σας,
να κάμομε το ένα μας κι εμείς κι η αφεντιά σας,
τον τόπο να παστρέψουμε απ’ τους Αρβανιτάδες.
Κι αν φοβηθείτε τίποτες εσείς απ’ τον βεζίρη,
μ’ έξι χιλιάδες1 γίνηκα και βρίσκομαι χαζίρι·2
(…) Στην Λάρσα και στα Τρίκαλα προβόδισε και γράμμα,
να κάνουνε το ένα τους, να γίνουν όλα αντάμα.»3

«Οἱ ἐν Ἠπείρῳ συνωμόται εἰδοποίησαν ἀμέσως τὸν Βλαχάβαν περὶ τοῦ κινδύνου· οὗτος δὲ ἀκράτητος ὕψωσεν ἐν Χασίοις τὴν σημαίαν τῆς ἐπαναστάσεως (5 Μαΐου) καὶ μετὰ ἑξακοσίων συνωμοτῶν καταλαβὼν τὴν Καλαμπάκαν (Καστράκιἀπέκοψε πᾶσαν μετὰ τῆς Ἠπείρου συγκοινωνίαν, καὶ δι’ ἐκτάκτων πεζοδρόμων ἀναγγείλας τὰ γενόμενα προσεκάλει καὶ τοὺς ἐπιλοίπους ἀρματολοὺς εἰς βοήθειαν. Συγχρόνως δ’ ἐζήτησε καὶ τὴν σύμπραξιν τῶν ἐν Τρικάλοις Τούρκων. (…) Δυστυχῶς ὅμως οἱ συνωμόται Τοῦρκοι παλιμβουλήσαντες “ευρήκαν το καλύτερο όλοι να σκοτωθούνε,
στον παπα–Θύμιο σήμερο να μην παραδοθούνε.”»4

«Η Καλαμπάκα γέμισε λογής λογιών ασκέρι,
ο παπα–Θύμιος άγριεψε και σήκωσε κεφάλι,
και σύνορο στο Μέτζοβο κοιτάζει να σου βάλει,
τες στράτες σού τες έκλεισε κι όλα τα μονοπάτια,
και κάνει στην ημέρα σου λογής λογιών ζανάτια·5
εμάζωξε την κλεφτουριά και κάνουν τα δικά τους.»6

Άποψη των Μετεώρων. Χαρακτικό του Louis Dupré από έκδοση του O. M. von Stackelberg

Ο αδερφός τού παπα–Θύμιου, ο Δημήτριος Βλαχάβας, με 300 περίπου άντρες7 κινήθηκε εναντίον του Ισούφη (Yusuf), που βρισκόταν στο χάνι της Κρύας Βρύσης,8 ελέγχοντας τον δρόμο Καλαμπάκα–Κρύα Βρύση–Ιωάννινα,9 αναγκάζοντάς τον να ζητήσει ενισχύσεις από τον πατέρα του Μπεκίρ αγά (Ebu Bekir) στα Τρίκαλα και τον δερβέναγα Βελή Ρούση μπέη.10

Βέβαια, τη βοήθεια που ανέμεναν οι Βλαχαβαίοι από τους Τούρκους αλλά και τους χριστιανούς κατοίκους της θεσσαλικής πεδιάδας δεν την έλαβαν ποτέ. «Το μεγαλύτερο μέρος των χωρικών της θεσσαλικής πεδιάδος δεν κινήθηκε, γιατί υπάκουσε στις παραινέσεις του μητροπολίτη Λαρίσης Γαβριήλ,11 τον οποίο είχε υποχρεώσει ο Αλή πασάς να περιέλθει τις ταραγμένες περιοχές με σκοπό να συστήσει στους δυσαρεστημένους να μη δράσουν.»12

Βλέποντας την άσχημη κατάσταση ο Ευθύμιος Βλαχάβας ξεκίνησε στις 6 Μαΐου13 για την περιοχή του Ολύμπου, προκειμένου να φέρει στρατιωτική βοήθεια, αφήνοντας ως αρχηγό στο πόδι του τον αδερφό του Δημήτριο, ο οποίος με τους 300 άνδρες του κατέλαβε τη γέφυρα τού Μπαμπά14 και έδιωξε από το χάνι της Κρύας Βρύσης τον Ισούφη (Yusuf), ο οποίος όμως έλαβε από τα Τρίκαλα βοήθεια από τους Μπεκίρ αγά (Ebu Bekir) και Βελήμπεη Ρούση, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει λυσσώδης μάχη.

«Ἀπομονωθεὶς ὁ Βλαχάβας ἐγκατέλιπεν ἐν Καλαμπάκᾳ ἀρχηγὸν τὸν ἀδελφόν του Θεόδωρον, καὶ ἔδραμεν εἰς τὸν Ὄλυμπον, ἵνα ἐπιταχύνῃ τὴν ἔλευσιν τῆς ζητηθείσης συνδρομῆς. Ὁ ἕτερος τῶν ἀδελφῶν τοῦ παπα–Εὐθυμίου Δημήτριος Βλαχάβας καταλαβὼν ἀμέσως μετὰ τριακοσίων ἐπαναστατῶν τὴν γέφυραν τοῦ Μπαμπᾶ ἀπεδίωξε τὸν ἐν τῷ Χανίῳ τῆς Κρύας Βρύσης σταθμεύοντα δερβέναγαν Γιουσοὺφ ἀγᾶν. Μετ’ ὀλίγον ὅμως ἑνωθέντες μετὰ τούτου καὶ οἱ ἐν Τρικάλοις σταθμεύοντες Ἀλβανοὶ Βελήμπεης Ῥούσης ὁ ἐκ Πρεμετῆς, καὶ ὁ Μπεκὴρ ἀγᾶςἐφώρμησαν κατὰ τῶν ἐπαναστατῶν, καὶ λυσσωδῶς ἐπολέμησαν15

Στις 6 Μαΐου 1808 ο σιλιχτάρης16 Χουσεΐν Μπότα17 από την Πρέβεζα αναφέρει με αρτζουχάλι του προς τον Αλή πασά πως επικουρικό σώμα 800 περίπου ανδρών θα φτάσει από την Ήπειρο18 στην Πόρτα (Πύλη), ώστε να πάρει μέρος στις μάχες κατά των Βλαχαβαίων, καθώς έχει εξασφαλιστεί η ακώλυτη πορεία του έπειτα από συμφωνίες που έγιναν με τους κλεφταρματολούς της περιοχής.

«Σοῦ κάνω ἰφαντὲ κατὰ τὴν προσταγὴ τῆς ὑψηλότητός σου. Ἐπῆγα στὴν Βόνισα, ἦρθε κὶ ὁ Ἰσούφαγας, ἐκουβεντιάσαμε καὶ μὲ τὸν Μουχουρτάρη κὶ ἐδιάλεξε ἐννιακόσιους νομάτους, καὶ σήμερα Τετράδη κοιμοῦνται στὴν Γλύφα καὶ ταχιὰ Πέφτη στὴν Βρεστενίτζα· ἔτζι τὸ ἐκάμαμε τερτίπι· καὶ τὸ Σάββατο νὰ εἶναι στὴν Πόρτα· καὶ καλοὺς ἀνθρώπους ἐδιάλεξε, ἐννιακόσιους μετρημένουςλιάκιν19 ὀχτακόσιους πιάσ’ τους, ὅτι τὰ παλικάρια τοῦ Ῥακίμπεγη ἔφυγαν.»20

1808.05.07: Ο Μουχτάρ πασάς εναντίον των επαναστατών

Otto Magnus Baron de Stackelberg, Vue générale des Météores. Monasterères sur le Pinde (Άποψη των Μετεώρων στη Θεσσαλία)

Ο Αλή πασάς, όπως αναφέραμε ήδη, είχε αναθέσει την αρχηγία του οθωμανικού εκστρατευτικού εναντίον του Βλαχάβα σώματος στον γιο του Μουχτάρ. Κι αυτός ο τελευταίος, που μόλις είχε επιστρέψει από τον Δούναβη στα πλαίσια του ρωσοτουρκικού πολέμου,21 με 5.000 στρατό22 έφτασε με αναγκαστική νυχθήμερη πορεία23 στις 7 Μαΐου στο Μέτσοβο και με τη βοήθεια του Ιωάννη Δεληγιάννη, που ήξερε καλά τα περάσματα και την συντομότερη οδό, πορεύτηκε προς την Καλαμπάκα, ενώ άλλα τμήματα, χωρίς να εμποδιστούν από τον Ευθύμιο Στορνάρη, πέρασαν από τα στενά των Καλαριτών.24 Η βιασύνη τους οφειλόταν στην προσπάθεια να πετύχουν ανοργάνωτους και χωρισμένους σε τμήματα τους επαναστάτες και χωρίς να έχει φτάσει οποιαδήποτε γι’ αυτούς επικουρία ή συνδρομή.

«Καθὼς πάντοτε δραστήριος ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἀναδειχθείς, μόλις ἄκουσεν τὸν διωγμὸν τῶν Ἀλβανῶν, καὶ διατάζει τὸν Μουχτὰρ πασᾶν μὲ ἕως 15 χιλιάδες νὰ κινηθῇ καὶ νὰ βάλῃ σπαθὶ πρὸς ὅλους τούς χριστιανούς ἀπὸ μίαν ἄκραν ἕως τὴν ἄλλην, ὅπου εὕρῃ ἀντίστασιν.»25

«Ἐν τούτοις ὁ Ἀλῆς ἔξω φρενῶν γενόμενος πέμπει ἀμέσως τὸν υἱὸν αὐτοῦ Μουχτὰρ πασᾶν ἐπὶ κεφαλῆς πέντε χιλιάδων Τουρκαλβανῶν, μὲ τὴν ἐντολὴν ἵνα τὰ πάντα παραδοθῶσιν εἰς τὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἐξ Ἰωαννίνων ὁ Μουχτὰρ ἦλθεν εἰς Μέτσοβον (7 Μαΐου), καὶ παραλαβὼν καὶ τὸν Δεληγιάννην ἀμέσως ὥδευσε κατὰ τῶν ἐν Καλαμπάκᾳ συγκεντρωμένων ἀνταρτῶν.»26

«Ορμίζει τον Μουχτάρ πασάν, αυτός με δυο χιλιάδες
να κάμει το πρεπούμενο, σ’ κείνους τους μασκαράδες.
Και του ’πε του Μουχτάρ πασά “να μη χασομερήσεις,
τον παπα–Θύμιο ζωντανό να μου τον προβοδίσεις.
Στο ’πίλοιπο τ’ ασκέρι του κάμε ό,τι μπορέσεις,
από τες τέσσερες μεριές σπαθί να του βαρέσεις.”
Και φαίνεται σαν άνεμος στη στράτα που περνάει,
σαν αστραπή και σύννεφο στράφτει και μπουμπουνάει.
Επέρασε το Μέτζοβο, και πάει στο Μαλακάσι,
κι εξέταξε και του είπανε τες στράτες που ’χε πιάσει.
Τες στράτες και την δημοσιά την έχουνε πιασμένη,
κι αυτός δεν αλκοτίζεται, σαν σύγνεφο παγαίνει.»27

Ο Βρετανός στρατιωτικός, αρχαιολόγος και περιηγητής Ουίλιαμ Μάρτιν Λικ,28 που τον Νοέμβριο του 1809 πέρασε από την Καλαμπάκα, αναφέρει για τις αντιπαραθέσεις των Βλαχαβαίων με ντόπιους εκκλησιαστικούς παράγοντες και λαϊκούς, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τον επισιτισμό των στρατιωτών τους, κάτι που μας θυμίζει και τους στίχους του τραγουδιού «παπα–Γιώργης», που είδαμε στο δʹ μέρος της σειράς αυτής των δημοσιεύσεών μας: «Ο Μουχτάρ πασάς, σταλμένος από τον πατέρα του Αλή εναντίον των κλεφτών, βρήκε τους επαναστάτες να κατέχουν όλους τους βράχους γύρω από την Καλαμπάκα. Αυτοί είχαν υποχρεώσει τις μονές να τους εφοδιάζουν με ψωμί και μία μέρα δεν δίστασαν να πυροβολήσουν εναντίον του επισκόπου των Σταγών,29 που διαφωνούσε στην προμήθεια ψωμιούσε ένα σημείο το οποίο αυτός μου υπέδειξε ανάμεσα στο Καστράκι και στα Μετέωρα. Τον περασμένο Απρίλιο ή Μάιο πολέμησαν με τους στρατιώτες του Μουχτάρ πασά, στο ίδιο μέρος, ηττήθησαν και διασκορπίστηκαν.»30

Οι Κλεφταρματολοί των Αγράφων δεν πρόλαβαν να βοηθήσουν

Το επαναστατικό κίνημα των Βλαχαβαίων προσπάθησε να συνδράμει και ο Κατσαντώνης με οκτακόσιους κλεφταρματολούς των Αγράφων, όμως καθυστέρησαν, γιατί δεν μπορούσαν να περάσουν τον πλημμυρισμένο στις αρχές Μαΐου του 1808 Πηνειό ποταμό και τους πρόλαβε ο Μουχτάρ.

«Οἱ πατριωτικοὶ οὗτοι ἐνθουσιώδεις στίχοι (τοῦ Ῥήγα) ἠλέκτρισαν τὸν πατριωτισμὸν τῶν τότε ἐνδόξων ἀρματολῶν, μάλιστα τοῦ περιφήμου παπα–Εὐθυμίου Βλαχάβα, καπετάνου τῶν Χασίων, τοῦ γενναίου Κατζαντώνη, ἀρματολοῦ τῶν Ἀγράφων καὶ Βάλτου, τοῦ ἥρωος Νίκου Τζιάρα, τῶν Λαζαίων καὶ λοιπῶν. Οἱ πατριῶται οὗτοι ἀπεφάσισαν ν’ ἀποτινάξουν τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας, ἀλλὰ μὴ δυνηθέντες νὰ συνεννοηθῶσι, διότι δὲν εἶχε φθάσει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ διότι ὁ Κατζαντώνης μαθὼν τὴν ἐκστρατείαν τοῦ Μουχτὰρ πασᾶ μετὰ ὀκτὼ χιλιάδων Ἀλβανῶν διευθυνθέντων ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ ἐναντίον τοῦ παπα–Εὐθυμίου, ἔδραμε μετὰ ὀκτακόσιων (800) γενναίων ἀρματολῶν, διὰ νὰ καταλάβῃ τὸ Μέτσοβον, ἀλλὰ μὴ δυνηθεὶς νὰ διαβῇ τὸν πλημμυρίσαντα Πηνειὸν ποταμόν ἔμεινεν, τοῦ Μουχτὰρ πασᾶ προδιαβάντος· ὁ παπα–Εὐθύμιος ἐνέτοιμος ὤν, εἶδε αἰφνιδίως ἔμπροσθέν του τὸν ἐχθρὸν καὶ μὴ κατορθώσας νὰ συσσωματώσῃ τοὺς συναδέλφους του, ἐβιάσθη νὰ συγκρότησῃ καὶ μὲ τοὺς εἰς αὐτὸν εὑρεθέντας μάχην, εἰς ἣν μὴ δυνηθεὶς ν’ ἀνθέξῃ ἐπὶ πολύ, ἠττήθη καὶ ἀπεσύρθη εἰς τὰ ὄρη, καὶ ἀκολούθως εἰς τὰς νήσους τῶν Αἰγαίων. (sic31

1808.05.08: Μάχη σε Καστράκι και Καλαμπάκα

Το Καστράκι στα 1937, σε φωτογραφία του του Γερμανού φωτογράφου Herbert List

Από το πρωί της 8ης Μαΐου άρχισε λυσσώδης μάχη μεταξύ των επαναστατών, των δυνάμεων που ο Μουχτάρ έφερε από την Ήπειρο και των δυνάμεων που διέθεταν οι Τούρκοι στο Σαντζάκι των ΤρικάλωνΣτην αρχή οι επαναστάτες, οι δυνάμεις των οποίων μάλλον δεν πρόλαβαν να ενωθούν όλες μαζί και ν’ αντιμετωπίσουν από κοινού τον κίνδυνο,32 αντέταξαν σθεναρή αντίσταση, ιδίως στην περιοχή του Καστρακίου, και μάλιστα ο Μουχτάρ πασάς με το ξίφος του στα χέρια εμπόδιζε την υποχώρηση των Τουρκαλβανών στρατιωτών του.

Μετά όμως από πολύωρη,33 κοπιαστική και εξαντλητική μάχη, και καθώς τα πολεμοφόδια των Βλαχαβαίων τελείωναν, οι Τουρκαλβανοί, με διακριθέντες στη μάχη τον Τάρε Βασιάρη, τον Ισούφη, τον Βελή μπέη και τον Μπεκίραγα, άρχισαν να επικρατούν. «Η μάχη κράτησε ως το βράδυΟι απώλειες των Ελλήνων ήταν πάνω από 200 νεκροί και τραυματίες. Όσοι γλύτωσαν έφυγαν προς τα Χάσια, την περιοχή των Μπλαχαβαίων. Ο Τάρες, αφού καταδίωξε τους αντιπάλους, μπαίνει στην Καλαμπάκα. Εκεί με την βοήθεια μερικών Βλάχων κτίζει ένα μετερίζι και ξαναρχίζει την άλλη μέρα τον πόλεμο χωρίς βοήθεια. Και όταν είδε πως οι Έλληνες πλησιάζουν πολυάριθμοι, έκανε έξοδο και έφτασε πάλι στο Καστράκι34

Τότε, μας λέει ο αγωνιστής και ιστορικός Νικόλαος Κασομούλης, ο οποίος είχε φιλοξενηθεί αργότερα από τους απογόνους των Βλαχαβαίων και είχε συζητήσει μαζί τους, «ὁ Θοδωράκης ὁρμήσας ξιφήρης κατεπάνω τοῦ πλήθους καὶ διασχίζων τὰ στίφη, ἄλλοι ἐκ τῶν συντρόφων του πεσόντες αἰχμάλωτοι, ἄλλοι φονευθέντες εἰς τὸν τόπον, ἄλλοι σωθέντες· ἐξελθόντες τῆς συμπλοκῆς,35 ἐφονεύθη καὶ ὁ Θοδωράκης μείνας εἰς τὸν τόπον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ στρατοπέδου, καὶ γνωρισθεὶς τὴν αὐγὴν μεταξὺ τῶν ἄλλων κυλιμένος εἰς τὸ αἷμα καὶ μὲ τὸ σπαθὶ εἰς τὰς χεῖρας, κατέπεσεν καὶ ἡ ἰδέα τοῦ κινήματος λοιπόν.»36

Πηγές

«Ἀπὸ πρωίας τῆς ὁγδόης Μαΐου ἤρξατο λυσσώδης ἀγὼν τῶν ἑξακοσίων Ἑλλήνων κατὰ ἐχθρῶν δεκαπλασίων.37 Αἱ πρωτοφυλακαὶ τῶν Ἀλβανῶν κατεκόπησαν, καὶ ὁ Μουχτὰρ ξιφήρης ἐμπόδιζε τὴν ὑποχώρησιν τῶν ἀποδεκατιζομένων στρατευμάτων του. Πλήν, μετὰ δεκάωρον συνεχῆ καὶ λυσσώδη ἀγῶνα, οἱ ἐπαναστάται στερούμενοι πολεμεφοδίων καὶ διὰ μόνον τῆς σπάθης ἀγωνιζόμενοι, ἀπέλπιδες περὶ ἐλεύσεως βοηθείας, καὶ βλέποντες τοὺς ἐχθροὺς ἐνισχυομένους διὰ νέων στρατευμάτωνἐξῆλθον τῶν προμαχώνων, καὶ διὰ μέσου τῶν ἐχθρικῶν φαλάγγων ἐζήτησαν διέξοδονΠάντες ἡρωικῶς ἀπέθανον38

«Ὠργισμένος ὁ Ἀλῆ πασᾶς πρὸς ὅλους, ἀφοῦ ἀντίταξεν μίαν δύναμιν νὰ προσέχῃ τὰ κινήματα τῆς Πάργας, πρὸς τὴν Ἄρταν καὶ τὴν Ἀκαρνανίαν, εὑρῶν σύμφωνον τὸν Δεληγιάννην Καπιτάνον Μετσόβου καὶ τὸν Εὐθύμιον Στορνάρην, οἵτινες ἐπιφορτισμένοι νὰ καταλάβουν τὰ στενὰ Μετζόβου καὶ Καλαριτῶνδιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν δύναμιν τοῦ Ἀλῆ ἐντὸς τῶν Ἰωαννίνων, μέχρις ὅτου οὗτοι ἐνδυναμωθοῦν εἰς τὴν Θετταλίαν, καὶ διαβάντες ἀνελπίστως περὶ τὰς ἀρχὰς Μαΐου 180939 τὰ στενὰ ὅλα, διὰ τῆς συνδρομῆς τῶν ἄνωθεν, ἕως 6 περίπου χιλιάδες Ἀλβανοὶ ὑπὸ τὸν Μουχτὰρ πασᾶν ἐπέπεσον εἰς τὴν Καλαμπάκαν καὶ τὰ χωρία Τρικάλου· ἀπαντηθέντες μὲ τὸν Θοδωράκην Βλαχάβαν ἐκτὸς τῆς Καλαμπάκας συνῆλθον εἰς μάχην· μετὰ 24 ὡρῶν πόλεμον νυχθημερινὸν καὶ φθορὰν ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, ἐπὶ τῆς ὁρμῆς του ξιφήρης ἐφονεύθη ὁ Θεοδωράκης μὲ τοὺς περισσοτέρους τῶν παλικαριῶν του.»40

«Χωρὶς λοιπὸν κἂν νὰ προειδοποιήσουν οὔτε τὸ κίνημα τοῦτο εἰς τὸν παπα–Θύμιον, ἄφησαν ἐλεύθερα τὰ στενὰ ὁ μὲν τοῦ Μετζόβου ὁ δὲ τῶν Καλαριτῶν εἰς τὴν διάβασιν τοῦ σμήνους τῶν Ἀλβανῶν, καὶ τρέχοντες διὰ τῶν συντομωτέρων μονοπατίων νὰ προφθάσουν τοὺς ἐπαναστάτας, ἄνευ ἀργοπορίας συγκεντρωθέντες εἰς Καλαμπάκαν, ἐπέπεσον οἱ Ἀλβανοὶ ὅλοι κατὰ τοῦ Θεοδωράκη Βλαχάβα, ὅστις εἰς ἐκείνην τὴν περίστασιν εὑρέθη νὰ εἶναι μὲ ἕως 150 παλικάρια, μακρὰν τοῦ ἀδελφοῦ του. Μετὰ μιᾶς συνεχοῦς καὶ πεισματικῆς μάχης 24 ὡρῶν εἰς Καλαμπάκαν, ἀμυνόμενος ὁ Θεοδωράκης πολιορκημένος, πρὶν τελειώσῃ ἡ σκηνή, ἐν ἀκαρεὶ διαδοθεῖσα ἡ φήμη τῆς διαβάσεως τῶν Ὀθωμανῶν ἀπὸ τὰ στενὰ καὶ ὅτι πολιορκεῖται ἐν ταὐτῷ ὁ Θεοδωράκης, ἀπελπισθέντες, πρὶν ξημερώσῃ, ἐντὸς τοῦ βρασμοῦ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ τουφεκισμοῦ, ὁ Θοδωράκης ὁρμήσας ξιφήρης κατεπάνω τοῦ πλήθους καὶ διασχίζων τὰ στίφη, ἄλλοι ἐκ τῶν συντρόφων του πεσόντες αἰχμάλωτοι, ἄλλοι φονευθέντες εἰς τὸν τόπον, ἄλλοι σωθέντες· ἐξελθόντες τῆς συμπλοκῆς,41 ἐφονεύθη καὶ ὁ Θοδωράκης μείνας εἰς τὸν τόπον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ στρατοπέδου, καὶ γνωρισθεὶς τὴν αὐγὴν μεταξὺ τῶν ἄλλων κυλιμένος εἰς τὸ αἷμα καὶ μὲ τὸ σπαθὶ εἰς τὰς χεῖρας, κατέπεσεν καὶ ἡ ἰδέα τοῦ κινήματος λοιπόν.»42

«Ἐν ἔτει 1808, Μαΐου 5, ἡμέρᾳ Τρίτῃ, ὁ παπα–Θύμιος καὶ Θοδωράκης, παιδιὰ τοῦ Πλαχάβα, ἐσήκωσαν κεφάλι καὶ ἐσκότωσαν τοὺς Ἀλβανίτες· ἄλλους εἰς τὰ τερβένια, ἄλλους εἰς τὰ χάνια τοὺς ἔκοψαν. Ἔκαυσαν καὶ τὸ σπίτι τοῦ Γιαννάκου ἀπὸ Λευθεροχώρι μὲ 5 Ἀρβανίτες μέσα, καὶ ἦτον εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὅπου ὅριζεν εἰς τὸν Μορέαν, Μακρυνίτσα, Γιανιτσὰ43 καὶ Θεσσαλονίκην, εἰς Καπρολί, Ὀχρίδα, Ἀλπασάνι, Αὐλῶνα, Κακοσούλι, Δέλβινον, Ἀγία Μαύρα καὶ ἄλλα σύνορα. Καὶ ὁ Μουχτὰρ πασᾶς καὶ ὁ βεζὶρ Ἀλῆ πασᾶς ἔστειλεν δύναμιν καὶ ἐπιάστηκεν εἰς πόλεμον μὲ τοὺς Πλαχαβαίους καὶ ἔγινε μέγας θρῆνοςἘσκοτώθηκαν ὅλοι οἱ Πλαχαβαίοι ἕως 500 ἄνθρωποιἘγλύτωσε δὲ μόνον ὁ Θοδωράκης44 καὶ ὁ Μιχαλογιάννης καὶ ἄλλοι 7. Καὶ ὕστερον τοὺς ἐσκότωσεν ὁ Σκαπέρας μὲ ἀπιστίαν καὶ αὐτούς. Καὶ τὰ παιδιά τους, ὅπως ἔκαμαν αὐτοὶ μὲ τοὺς Ἀρβανῖτες, ἔτσι ἔπαθαν.»45

«Κι αρχίνησαν η κλεφτουριά τες πλάτες να γυρίσουν,
τ’ εκείνοι δεν προφθαίνουνε ντουφέκια να γεμίσουν.
Τι πέφτουν στα κεφάλια τους σπαθιές σαν το χαλάζι,
για να θυμιέται στον ντουνιά, ο κόσμος να τρομάζει.
Τον Θοδωράκην βρίσκουνε εκεί πελεκημένον,
από τον πάτ’ ως την κορφή στα αίματα πνιμένον.
Τι χάλευες, τι γύρευες, καημένε Θοδωράκη,
και θα σου λιώσει το κορμί απάνω στο Καστράκι.
Και να σου λιώσει το κορμί κι όλα τα κόκαλά σου,
απ’ την πολλήν την ζούρλια σου κι από την αγνωμιά σου.»46

«Την εξέγερση του Θύμιου Βλαχάβα και τη σύγκρουση στο Καστράκι τον Μάιο του 1808 ιστορεί ένας ανώνυμος στιχουργός της εποχής με αληπασαλίδικο φρόνημα (μ’ όλο που βρισκόταν στο πλευρό των Βλαχαβαίων κατά τη μάχη):

Τους σκορπίζουν και σκοτώνουν
ως διακόσια κεφάλια
μπλαχαβέικα ζαβάλια
να τα ξέρετε αλήθεια
ότι τα είχαν σαν κολοκύθια
τα είδα από ένα ένα
μέσ’ στα Τρίκαλα γδαρμένα.

Ο στιχουργός μπορεί να είναι ο «ἐλεεινός γραμματοδιδάσκαλος» —όπως τον αποκαλεί ο Κωνσταντίνος Σάθας47— Ιωάννης Κερασοβίτης48

Σκότωμα του Θοδωράκη Βλαχάβα από τον Καραϊσκάκη (!;)

Σ’ ένα τόσκικο αληπασαλίδικο τραγούδι της εποχής,49 που το κατέγραψε ο λαογράφος Thimi Mitko στο έργο του Bleta shqiptare (Αλβανική μέλισσα / Βηλιέττα Σςκιυπηταρε) διαβάζουμε τα εξής για τη μάχη στο Καστράκι:

Αλβανική εκδοχή50

Myftar-pasha shkoi Buninë
Të piqetë mbë vezirë.
Udh’ e mbarë mbi qafirë.
Myftar shkoi Kallabakë,
Me ca diem, me ca zëmbakë,
Asqer shum’ e pa bajrakë.
Tuke ecur’ dit’ e natë.
O prift, o papa-dhemoni
Na rëfe, qysh t’ a ep nomi?
Mun te ura e Kastraqit,
U thye kordh’ e Thodhorakit.
Kapedan Thodhoraqi,
Se ç’ të vrau Karaiskaqi.
Se ç’ t’ a punoi Kapedani,
Kapedani Delijani,
Delijani Mecoviti.
Të dha me dorë evgjiti.

Ελληνική μετάφραση

«— Ω Θύμιο παπα-δαίμονα,
μολόγα μας, πώς το λέει ο νόμος σου;
Στη γέφυρα του Καστρακιού
έσπασε η κόρδα51 του Θοδωράκη.
Σε σκότωσε ο Καραϊσκάκης
σου την έσκασε ο καπετάνιος
ο καπετάν Δεληγιάννης,
ο Μετσοβίτης Δεληγιάννης.
Σε παράδωσε ο γύφτος με το χέρι του.»52

Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που πολεμούσε με τα στρατεύματα του Μουχτάρ, ήταν αυτός που σκότωσε τον αδερφό του παπα–Θύμιου, τον Θοδωράκη.

Για τον Καραϊσκάκη γνωρίζουμε ότι «ἀνετράφη εἰς τὴν Αὐλὴν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ καὶ ἐχρημάτισεν εἰς τὴν δούλευσίν του ἕως εἰς τὸν ἀποκλεισμόν του53 «Ὁ Καραϊσκάκης (…) ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ κατ’ εὐθεῖαν νὰ προσκύνησῃ εἰς τὸν ἴδιον Ἀλῆ πασᾶν. Ὁ τύραννος οὗτος, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τὴν ἀνδρείαν (…) ἐδέχθη φιλοφρόνως, (…) τὸν δὲ Καραϊσκάκην ἐκράτησε πλησίον του, συγκατατάξας αὐτὸν εἰς τὴν σειρὰν τῶν σωματοφυλάκων του (τσοχαδαραίων).54 Μὲ τὸ ἔργον τοῦτο ἔζησεν εἰς Ἰωάννινα ἕως εἰς τὰ πρῶτα κατὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ κινήματα τῶν βασιλικῶν στρατευμάτων»,55 δηλαδή μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, όταν ο Σουλτάνος Μαχμούτ Βʹ εξέδωσε φετφά εναντίον του Αλή πασά.56

 57

«Ὁ Καραϊσκάκης ἐλαύνων…», σε πίνακα ζωγραφικής του Γεωργίου Μαργαρίτη (Λάδι σε μουσαμά, 94 x 117 εκ., Εθνική Πινακοθήκη Αθήνας)

Αργοπορημένη άφιξη του παπα–Θύμιου

Δύο ώρες58 μετά το πέρας της μάχης έφθασε στην περιοχή ο παπα–Θύμιος Βλαχάβας, οδηγώντας 500 περίπου Κλεφταρματολούς από την περιοχή του Ολύμπου, χωρίς να γνωρίζει ότι το σχέδιο είχε προδοθεί κι ότι απ’ τα στενά του Ζυγού Μετσόβου, των Καλαριστών και της Πόρτας είχε περάσει πλήθος εχθρών. Μάλιστα, προς στιγμήν τού φάνηκε πως το εχθρικό εκείνο στράτευμα ήταν το επικουρικό στράτευμα που ανέμεναν οι Έλληνες από την Αγία Μαύρα.59

Διαπιστώνοντας όμως ότι επρόκειτο για σώμα Τουρκαλβανών, που όλο και πύκνωναν οι τάξεις του, καθώς κατέφθαναν συνεχώς κι άλλες επικουρίες και είχε ήδη φθάσει στις 10.000 περίπου, αντιλαμβανόμενος κι ότι τα αδέρφια του είχαν σκοτωθεί καθώς και μεγάλο μέρος των Ελλήνων Κλεφταρματολών, ενώ οι υπόλοιποι είχαν φύγει προς την περιοχή των Χασίων, αποφάσισε να μην δώσει μάχη και πιεζόμενος αποχώρησε προς τον Όλυμπο, θρηνώντας για την απώλεια τόσων συγγενών και καταρώμενος τους προδότες.

«Μετά δύο ὥρας ἐπαρουσιάσθη καὶ ὁ παπα–Θύμιος φέρων βοήθειαν πεντακοσίων περίπου Ὀλυμπίων· πλὴν μαθὼν τὴν καταστροφήν, δὲν ἠθέλησεν ἵνα πολεμήσῃ κατὰ τῶν ἐχθρῶν, ἤδη εἰς δέκα χιλιάδας συμποσουμένων. Ὅθεν ἐν τάξει ἀποχωρήσας ἀνῆλθε τὸν Ὄλυμπον, θρηνῶν ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοσούτων συγγενῶν, καὶ καταρώμενος τοὺς προδότας60

«Ὁ Ἀλῆ πασᾶς, προλαμβάνων τὴν περίστασιν, διεύθυνεν ὑπὸ τὸν υἱόν του Μουχτὰρ πασᾶν τοὺς σωματοφύλακάς του (τζοχανταραίους) μὲ μεγάλην βίαν. Ὁ παπα–Θύμιος ἐκλαμβάνει μακρόθεν τὸ στράτευμα τοῦτο ὡς ἐκεῖνο τῆς Ἁγίας Μαύρας. Εἰς τὴν πλησίασίν του ὅμως ἐγνώρισεν ἀμέσως τὴν προδοσίαν, βιάζεται πολεμῶν, ἂν καὶ ἀπροπαρασκεύαστος, καὶ μόλις διασώζεται. Μετέπειτα συνελήφθη ἐξ ἀπάτης παρὰ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὅστις τὸν διεμέλισεν εἰς τέσσαρα μέρη.»61

«Καὶ αὐτὴ ἡ περίστασις φέρει τὴν παραλυσίαν ὁλοκλήρου τοῦ σχεδίου τῶν εἰς τὴν Ἁγίαν Μαύραν62

«Μετὰ τὴν Καδμείαν ταύτην νίκην ὁ Μουχτὰρ πασᾶς ἦλθεν εἰς Τρίκαλαπυρπολῶν τὰ χριστιανικὰ χωρία καὶ κατασφάζων τοὺς ἀθώους. Χριστιανικῶν δὲ αἱμάτων κορεσθεὶς διέταξεν ἵνα φέρωσι καὶ ἐκδάρωσι τὰς κεφαλὰς τῶν πεσόντων ἐπαναστατῶν, καὶ τὰ μὲν δέρματα ἁλατίσας ἔστειλεν ἐπὶ καραβανιοῦ ἡμιόνων εἰς Ἰωάννινα, τὰ δὲ αἱματόφυρτα αὐτῶν λείψανα μετ’ ἀσβέστου ἐν εἴδει πυραμίδος ἔκτισε63

«Τ’ ασκέρι του Μουχτάρ πασά κόβουν και πελεκούνε,
τον παπα–Θύμιο ψάβουνε και δεν μπορ’ να τον βρούνε.
Ασλάνης ο Μουχτάρ πασάς με τ’ άξια, τ’ ανδρειώμενα,
έστειλε πράματα πολλά κεφάλια φορτωμένα.
Και τα ’στειλε στα Γιάννινα, ο κόσμος να θαμάξει,
να βλέπουν, να θαμάζουνται κι αυτοί που ’χαν λυσσάξει.
Βουλήθηκ’ ο Μουχτάρ πασάς ψυχή να μην αφήκει
κι ο παπα–Θύμιος γλύτωσε και πάει στη Σαλονίκη.
Πολλούς ραγιάδες έπιασε αυτός απ’ τα χωριά του.
“Αμάν, αμάν, Μουχτάρ πασά”, τού ’παν, “της αφεντιάς σου.”»64

Καταφυγή του Βλαχάβα στη θάλασσα

Στη συνέχεια ο Μουχτάρ πασάς άρχισε να τρομοκρατεί τον πληθυσμό σε όλο τον θεσσαλικό κάμπο σφάζοντας και κάνοντας ωμότητες. Ο Βλαχάβας τότε παρήγγειλε στους προκρίτους να σπεύσουν να προσκυνήσουν, ζητώντας έλεος, ενώ στους Κλεφταρματολούς να πάρουν τις οικογένειές τους και να αποτραβηχτούν προς τον Όλυμπο, όπως έκανε και ο ίδιος.

 65

Το κάστρο της Σκιάθου

Ο Μουχτάρ όμως επέμενε να τους καταδιώκει και να σκοτώνει αθώους, για να τους αναγκάσει να παραδοθούν. Έτσι οι Κλεφταρματολοί κατέφυγαν στις Σποράδες. «Η είδηση ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν αφεθεί ελεύθερα και ότι πλήθη Αλβανών είχαν επιτεθεί εναντίον του Θεοδωράκη Μπλαχάβα και των ανδρών του έκαμε τους άλλους Έλληνες οπλοφόρους, που δεν είχαν προλάβει να πάρουν μέρος στον αγώνα (ανάμεσα σ’ αυτούς και τον ίδιο τον Ευθύμιο Μπλαχάβα), να υποχωρήσουν προς τον Όλυμπο, και από εκεί να διαπεραιωθούν στα γνωστά άσυλά τους, στη Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο. Με τα νησιά αυτά ως ορμητήρια και με τα καράβια τους άρχισαν και πάλι τις καταδρομές τους στο Αιγαίο66

Πηγές

«Ἀγανακτησμένος ὁ παπα–Θύμιος, διότι δὲν ἐπρόφθασεν εἰς βοήθειαν τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀγανακτησμένος κατὰ τῆς προδοσίας τοῦ Δεληγιάννη καὶ τῆς ἀδιαφορίας67 τῶν Στορναραίων, ἀφοῦ εἶδεν ὅτι ὁ Μουχτὰρ πασᾶς ἄρχισεν νὰ σφάζῃ ἀδιακρίτως τοὺς πολίτας, διὰ νὰ μὴν ἐνοχοποιήσῃ τὸν λαόν, καθ’ ὃν καιρὸν καὶ οἱ Τοῦρκοι ἦσαν εἰς τὴν κατηγορίαν ὅτι ἦσαν σύμφωνοι μὲ τοὺς Χριστιανοὺς κατὰ τῶν Ἀλβανῶν, παραγγείλας τοὺς μὲν προκρίτους τῶν χωρίων νὰ τρέξουν καὶ προσκυνήσουν, τοὺς δὲ Καπιταναίους νὰ τραβηχθοῦν μὲ ὅλας τὰς οἰκογένειάς των καὶ ὀπαδούς των πρὸς τὸν Ὄλυμπονἀποχαιρέτησεν καὶ ὁ ἴδιος τὸν τόπον του καὶ ἀπεσύρθη. Μὲ τὴν συνάθροισίν των εἰς Ὄλυμπον, ἰδόντες ὅτι ὁ Μουχτὰρ πασᾶς, παρακολουθῶν τὰ βήματά των, δὲν ἔπαυεν τὴν αἱματοχυσίαν ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς καὶ ὅτι, ἐὰν ἔμενον περισσότερον νὰ τὸν πολεμήσουν, ἡ ἐκδίκησις ἔμελλεν νὰ ἐπιπέσῃ εἰς τὸν λαόνἀποσυρθεὶς μὲ τοὺς λοιποὺς εἰς τὸν αἰγιαλὸν καὶ κατοικήσας εἰς τὰς νήσους, ἄρχισεν νὰ στενάζῃ διὰ τὴν ἀτυχίαν τῶν συναδελφῶν του Ἑλλήνων καὶ τῶν χριστιανῶν ἐν γένει τὴν τυραννίαν.»68

«Διαδοθεῖσα ἡ φήμη ὅτι τὰ στενὰ ἐπροδόθησαν ἀπὸ τοὺς ἄνωθεν Καπιταναίους καὶ ὅτι ὁ Μουχτὰρ πασᾶς μὲ ἀναρίθμητον σμῆνος Ἀλβανῶν διαβὰς πολιορκοῦσεν καὶ πολεμοῦσεν τὸν Θοδωράκην, πρὶν περιμείνουν δευτέραν μάχην, οἱ μὲν ἀποσυρόμενοι πρὸς τὸν Ὄλυμπον, διὰ νὰ συγκεντρωθοῦν, οἱ δὲ παρακολουθοῦντες αὐτοὺς μὲ τὴν σφαγὴν τῶν κατοίκων, συναχθέντες ὅλοι εἰς Ὄλυμπον, ὅταν ἔμαθον ὅτι ὅθεν καὶ ἂν διέβαινον, οἱ ἐχθροὶ ἐκδικοῦντο ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀθώων χωρικῶν, διὰ νὰ μὴν ἐνοχοποιήσουν περισσότερον τούτους, ἀπεσύρθησαν ἄνευ μάχης· ἐμβαρκαριζόμενοι δὲ τὴν ὥραν καθ’ ἣν τὰ στρατεύματα ἐπλησίαζον μίας βολῆς διάστημα ἀπὸ τὴν ξηράν, τραβηχθέντες μὲ τὰ πολυάριθμα πλοῖά των, παρετήρουν οἱ Τοῦρκοι τὸ πλῆθος τούτων, καὶ λογιζόμενοι τὸν ἀριθμὸν τούτων ὑπὲρ τὸ δέον, ἀφοῦ εἰς τοῦ αἰγιαλοῦ τὴν ἄκραν δὲν ηὗραν παρὰ μερικὰ ζῶα φορτηγά, καὶ ἄλλα τινῶν ἀγάδων, καὶ ταῦτα κομμένα ταῖς οὐραῖς διὰ νὰ μένουν ἄχρηστα,69 εἰς ἄλλον πλέον δὲν εἶχον νὰ ξεθυμάνουν παρὰ εἰς προεστούς, εἰς ἐπισήμους πολίτας τινάς, τοὺς ὁποίους ἄλλους φονεύσαντες, ἄλλους γυμνώσαντες ἔπραξαν τὰς μεγαλυτέρας ὠμότητας70

«Ὁ Βλαχάβας ἐλθὼν εἰς Κασσάνδραν, καὶ ἀμέσως περάσας εἰς Σκόπελον ἀποφασίζει ἵνα κατὰ θάλασσαν πράξῃ ὅ,τι ἡ προδοσία ἐναυάγησεν ἐν τῇ ξηρᾷ. Ὅθεν στείλας ἐγκυκλίους πρὸς τοὺς Ἕλληνας “καράβια νὰ μοῦ δώσετε νὰ κλείσω τὸ μπογάζι,71 / νὰ γκεζερῶ στὴ θάλασσα, ὁ κόσμος νὰ τρομάζῃ”, ἑνοῦται μετὰ τοῦ Νικοτσάρα, τῶν Λαζαίων, καὶ ἄλλων ἐξ Ὀλύμπου φυγόντων ἀρματολῶν, καὶ συγκροτήσας ἀξιόλογον καταδρομικὸν στολίσκονμετὰ τῆς μανίας ἀπελπισμένου ἤρξατο προσβάλλων τὰ τουρκικὰ πλοῖα, καὶ ἐνεργῶν εἰς τὰ παράλια, ἰδίως τῆς Θεσσαλίαςτολμηροτάτας ἀποβάσεις, καὶ ἀπανθρωτοτάτας σφαγάς72

«Μετὰ τὴν ἀναχώρησίν των ἐκεῖθεν, ὅλοι συγκεντρωθέντες εἰς τὰς νήσους ΣκιάθουΣκοπέλου καὶ Σκύρου, χωρίς τινὸς γειτονικῆς ἐξωτερικῆς προστασίας, δύο χρόνους περίπου διερχόμενοι τήν πειρατείαν καὶ τὰς ληστείας εἰς τὰ παράλια τῆς Μακεδονίας καὶ Θεσσαλίας, συμμορίαι–συμμορίαι, ἀπὸ τὴν ἐλπίδαν θρεφόμενοι ὅτι οἱ Ρῶσοι ὀγλήγορα ἔμελλον νὰ προχωρήσουν ἀπὸ τὴν Σούμπλαν πρὸς τὴν Μακεδονίαν διὰ νὰ ἑνωθοῦν, ἐδιώκοντο ἀείποτε ἀπὸ τὸν ὀγκώδη ἀλλὰ ἀδύνατον περὶ τὰ τοιαῦτα ὀθωμανικὸν στόλον73

 74

Παλαιός χάρτης Σκιάθου και Σκοπέλου

«Ο παπα–Θύμιος γρώνισε που του ’ρθ’ ο χαλασμός του
και στο Καστράκι χάθηκε ο δόλιος αδελφός του.
Απόκρυφα σηκώθηκε αυτός και τα παιδιά του,
και πέφτει στες ακρογιαλιές να ιδεί την ερημιά του.
Νύχτες και μέρες περπατεί, και πού να πάει δεν ξέρει,
κι από τες τέσσερες μεριές τού πήραν το χαμπέρι.
Προς την Κασσάνδρα χτύπησε και δεν μπορ’ να καθίσει,
να βρει καράβια πολεμεί, κρυφά να μπαρκαρίσει,
για νά μπει μέσα στα νησιά να χάσει τον τορό75 του,
και να τον κλάψει θλιβερά αυτός τον αδελφό του.
Βρήκε και μπαρκαρίσθηκε ευθύς κείνην την ώραν,
Εμβήκε μέσα στά νησιά στου Σκόπελου την χώραν.
(…) Πάλε του μπήκ’ ο δαίμονας και τον ανακατεύει,
στην Σκιάθο και στη Σκόπελο καράβια τούς γυρεύει,
Καράβια να μου δώσετε, να κλείσω το μπογάζι,76
να γκεζερώ στην θάλασσα, ο κόσμος να τρομάζει.
Από τες τέσσερες μεριές τες θάλασσες να κλείσω,
Τούρκους σε τούτα τα νερά ποτέ να μην αφήσω.”
(…) Κι αυτοί καράβια τού ’δωκαν, καΐκια και φεργάδες,
σε μια βδομάδα γίνηκε αυτός με δυο χιλιάδες.»77

Προσπάθειες Αλή πασά για σύλληψη του παπα–Θύμιου

Ο στολίσκος τού Βλαχάβα, ο οποίος κατόρθωσε να συνασπίσει μαζί του πολλούς καταδιωκόμενους Κλέφτες, για καιρό ταλαιπωρούσε τον σουλτανικό στόλο στα θεσσαλικά παράλια και στο βόρειο Αιγαίο, έχοντας ως ορμητήριο τις Σποράδες78 ή το Άγιο Όρος. Μετά τον Αύγουστο όμως του 1809, που η Ρωσία αποχώρησε από τη Βλαχία και εξασθένισε το σερβικό επαναστατικό κίνημα, οι Έλληνες άρχισαν να απογοητεύονται και να σκέφτονται συμβιβασμό με τον Αλή πασά.

Ο Αλής από τη μεριά του, αφού έκανε διάφορες βιαιοπραγίες στη Θεσσαλία και συνέλαβε πολλούς Μετεωρίτες, Καλαμπακιώτες και άλλους Θεσσαλούς,79 στην προσπάθειά του να συλλάβει τον Βλαχάβα, κήρυξε πλήρη αμνηστία.

Αλλά και η Υψηλή Πύλη, βλέποντας τις ζημιές που προξενούνταν στον σουλτανικό στόλο, χορήγησε κι αυτή με σουλτανικό φιρμάνι αμνηστία στους επαναστάτες και ανάγκασε τον πατριάρχη Γρηγόριο Εʹ80 να γράψει σχετικά παραινετικά γράμματα προς τους επαναστάτες και ειδικότερα στον Βλαχάβα για παράδοση.

 81

Πατριάρχης Γρηγόριος Εʹ

«Ἀφ’ ἑτέρου ὅμως καὶ ὁ Ἀλῆς ἐπὶ τῇ ἐπιμονῇ τοῦ διαβολόπαπα λυσσωδέστερος καταστὰς ἤγαγεν εἰς Ἰωάννινα πλῆθος Θεσσαλῶν αἰχμαλώτων, καὶ ἐπὶ στιγμὴν ἀποκοιμίσας τὴν κατὰ τῶν ἄλλων καπιταναίων ἐκδίκησιν ἐδημοσίευσε τελείαν ἀμνηστίαν, καὶ προσεκάλεσε τοὺς πάντας ἵνα συγκεντρώσωσι τὰς προσπαθείας των πρὸς σύλληψιν τοῦ τρομεροῦ ἀντάρτου82

«Ἐν τούτοις καθ’ ἑκάστην ηὔξανεν ὁ ἀριθμὸς τῶν περὶ τὸν Βλαχάβαν καταδρομέων, μυρίας διαπραττόντων βιαιοπραγίας καὶ κακώσεις, καὶ αὐτὴν τὴν ἐμφάνισιν τοῦ σουλτανικοῦ στόλου ἀψηφούντων. Τούτου ἕνεκα ἡ Πύλη ἠναγκάσθησυνεργὸν ἔνθερμον λαβοῦσα καὶ τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν, ἵνα παντὶ τρόπῳ περιποιηθῇ αὐτόν, καὶ ἀντὶ πάσης θυσίας ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν προτέραν ὑποταγήν. Ὅθεν σουλτανικὸν φιρμάνιον χορηγοῦν ἀμνηστίαν τῷ τε παπα–Εὐθυμίῳ καὶ πᾶσι τοῖς μετ’ αὐτοῦ ἐπαναστατήσασιν ἐδημοσιεύθη μετά πάσης ἐπισημότητος ἐν Θεσσαλίᾳ, σταλὲν καὶ ἐν Σκοπέλῳ πρὸς γνῶσιν τῶν ἐνδιαφερομένων, συνάμα δὲ ὁ Ἀλῆς διετάσσετο ἵνα παύσῃ πᾶσαν ἐν Θεσσαλίᾳ ἐχθρικὴν ἐπίδειξιν, καὶ εἰς ἐπισφράγισιν ὅλων τούτων αὐτὸς ὁ πατριάρχης μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν συνόδου γράφει τῷ Βλαχάβᾳ παραινετικὰ γράμματα, καὶ λύων αὐτὸν ἀπὸ πάσης προηγουμένης ἁμαρτίας, ἐξορκίζει πρὸς ἐγκατάλειψιν σταδίου μῶμον μέγιστον προστρίβοντος εἰς αὐτόν, καὶ ὡς χριστιανόν, καὶ ὡς ἱερέα τοῦ Ὑψίστου.»83

1807–1808: Εσωτερικά προβλήματα Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

 84

Σελίμ Γʹ (سليم ثالث / Selīm-i sālis)

Αξίζει ν’ αναφέρουμε πως από τον Μάιο του 1807 ως τον Νοέμβριο του 1808 η Υψηλή Πύλη αντιμετώπιζε πολλά εσωτερικά προβλήματα, ιδίως αναφορικά με το σώμα τον Γενιτσάρων και τον εκσυγχρονισμό του στρατού, προβλήματα που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τόσο οι Έλληνες όσο και ο Αλή πασάς. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως αυτό το διάστημα η Οθωμανική Αυτοκρατορία άλλαξε τρεις σουλτάνους: τον Σελίμ Γʹ (7 Απριλίου 1789 – 29 Μαΐου 1807), τον Μουσταφά Δʹ (29 Μαΐου 1807 – 15 Νοεμβρίου 1808) και τελικά τον μεταρρυθμιστή Μαχμούτ Βʹ (15 Νοεμβρίου 1808 – 1 Ιουλίου 1839), που ήταν σουλτάνος και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του ’21.

1809.05: «Προσκύνημα» αρματολών (πλην Βλαχάβα) σε Αλή πασά & Γιουσούφ μπέη Σερρών

Στις 9 Μαΐου 1809 οι αρματολοί Λιόλιος (υποκοριστικό του Γεώργιος) Λάζος και Παναγιώτης Μπιζιώτας, που λείπουν δυο χρόνια από τον τόπο τους85 και στις αρχές Μαΐου κρύβονται στην περιοχή της Ραψάνης, γράφουν —έπειτα από προτροπή των προκρίτων της Ελασσόνας— γράμμα με τελικό αποδέκτη τον Αλή πασά, στο αρχείο του οποίου σώθηκε, ζητώντας να «προσκυνήσουν»: «Εἴμαστε διὰ νὰ προσκυνήσωμεν τὸν αὐθέντην μας, δικοί του σκλάβοι ἤμασταν καὶ δικοί του εἴμαστε86

87

Η Θεσσαλονίκη στα 1863 σε φωτογραφία του Ούγγρου φωτογράφου Joseph Székely (1838–1901)

Τρεις μέρες αργότερα από αρτζουχάλι ανωνύμου μαθαίνουμε πως «οἱ καπετάνοι κλέπτες ὁποῦ περιπατοῦσαν εἰς τὴν θάλασσαν ἦλθαν εἰς τὴν Σαλονίκην», παραδόθηκαν στον βαλή της Θεσσαλονίκης Γιουσούφ μπέη (Yusuf Bey), γιο του Ισμαήλ μπέη των Σερρών, και πήραν πίσω τα αρματολίκια τους: «ἔδωσαν ῥάι88 καὶ τοὺς ἔκαμεν ταΐνι89 τὰ κόλια. (…) Ὁ Νικόλας δὲν ἐβγῆκεν, τὸ παιδί του δὲν ἐβγῆκε, ὁ παπα–Θύμνιος δὲν ἐβγῆκε. Ὁ Ἀκριβός, ὁ κολιτζὴς τοῦ Νικόλα, ἔκαμε καβγάν μὲ τὸν Νικόλα, καὶ αὐτὸς μὲ ἄλλους καμπόσους καπετάνους ἐβγῆκε, καὶ τοὺς ἔδωσε ῥάι.»90

Ο Νικόλας είναι ο Νικόλας Λάζος, αρματολός του Βλαχολίβαδου Ολύμπου και αδελφός του Έξαρχου Λάζου, πατέρα των αδελφών, γνωστών ως «τα Λαζόπουλα». «Σπουδαία είναι επίσης η πληροφορία ότι με τον Νικόλα Λάζο βρισκόταν και το «παιδί του», που νομίζω ότι δεν είναι άλλος από τον Γιωργάκη Ολύμπιο, γνωστό από τον αγώνα στις Ηγεμονίες το 1821. Επαληθεύεται έτσι η πληροφορία ότι το 1808 είχε επιστρέψει στην πατρίδα ο Γιωργάκης, μετά από θητεία στον ρωσικό στρατό, κάτι που θα μπορούσε να ανανεώσει τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει από την εποχή των ίδιων των γεγονότων, για συσχετισμό της εξέγερσης των Βλαχαβαίων με τον ρωσικό παράγοντα και μάλιστα στη συνάφεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1806–1812).»91

 92

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης σε σχέδιο του πρώτου μισού του 19ου αιώνα

Ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία πως οι κλεφταρματολοί διαφωνούν σε συζητήσεις μεταξύ τους για το αν πρέπει να «προσκυνήσουν». Τέλος, κι αυτό είναι που μας ενδιαφέρει κυρίως στην παρούσα μελέτη, μαθαίνουμε ότι ο παπα–Θύμιος Βλαχάβας μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1809 δεν είχε «προσκυνήσει».

Έτσι, πρέπει να είναι λανθασμένη η πληροφορία που διαβάζουμε σε ενθύμηση της 15ης Απριλίου 1809 πως ο παπα–Θύμιος είχε ήδη από τότε προσκυνήσει: «Ἔτει 1809Ἀπριλίου 15. Προσκύνησαν οἱ κλέπτες, οἱ καπεταναραῖοι ὅλοι, εἰς Θεσσαλονίκη, στὸν Ἰσμαήλ μπέη, καὶ τί θὰ γένει δὲν ξέρομε, καὶ ὁ παπα–Θύμιος καὶ οἱ Λαζῆδες.»93

«Ὁ Ἀλῆ πασᾶς ἰδὼν καὶ τοῦτον94 ὑπὸ τοὺς πόδας του, προσποιούμενος ὅτι δὲν ἐνθυμεῖται τίποτε ἀπὸ τὰ παρελθόντα, καὶ τόσον περισσότερον ὁποῦ οἱ Λαζαῖοι δὲν εὑρέθησαν εἰς τὴν περίστασιν τοῦ παπα–Θύμιου ὅλοι, συγχωρήσας εἰς αὐτὸν τὴν ἄδειαν νὰ ἐπιστρέψῃ ἀμέσως, ἐφάνη ὅτι ἡ ὀργή του ὅλη ξεθύμανεν εἰς τὴν ἀτυχὴν οἰκογένειαν τῶν Βλαχαβαίων95

Στις 9 Ιουνίου 1809 προσκύνησαν τελικά ο Νικόλαος και Δήμος Λάζος καθώς και ο Γιάννης Τσακνάκης: «ἦρθεν ὁ σερασκέρης τοῦ Καπιτὰν πασᾶ καὶ μᾶς πρόσταξεν διὰ νὰ προσκυνήσωμε εἰς τὸ ντοβλέτι96

«Αλή πασάς προβόδισε τέτοιας λογής μαντάτα,
στην κλεφτουριά, στον Όλυμπο, και στα καπετανάτα.
“Ραγιάδες να μου γίνετε όλοι, μικροί μεγάλοι,
και σεις από τα μένανε μην έχετε ζεβάλι.
Τι γίνηκ’ ως τα σήμερα είναι συμπαθισμένο,
ακόμα και το φταίξιμο σάς το ’χω χαρισμένο.”
Οι κλέφτες τού προβόδισαν: “Βεζίρη, προσκυνούμε,
και νά ’ρθουμε στα Γιάννενα, βεζίρη, δεν τρομούμε.
Και σκλάβοι να σου γίνομεν, να μπούμε στα φτερά σου,
μόν’ σκιάζομέσθε νά ’ρθουμε αυτού στην αφεντιά σου.
Αλή πασά, φοβούμεσθε την δόλια την ψυχή μας,
γιατί μάς πιάνεις ζωντανούς, και γδέρνεις το κορμί μας.”
Οπίσω τής προβόδισε της κλεφτουριάς χαμπέρι.
“Απ’ αύτου από τον Όλυμπο εσείς τραβάτε χέρι·
τον παπα–Θύμιο θέλω γω, να πάτε να μου βρείτε,
κι ύστερ’ από μένανε ποτέ μη φοβηθείτε.
Γυρέψτε μ’ ό,τι θέλετε και γω σάς το χαρίζω,
και το δικό σας το ψωμί ακόμα τ’ αβγατίζω.”
Μαζώχθηκαν η κλεφτουριά να πάνε μην τον πιάσουν,
με τρόπον και με πονηριά αυτοί να τον γελάσουν.
Και μπήκαν μέσα στα νησιά μουτλάκ97 να τον ευρούνε,
πολλά λεζέτια τού παπά να πάνε να του πούνε.
Κι επήγαν κι ανταμώθηκαν, κι αρχίνησαν και λένε,
με την καρδιά τους χαίρονται και με τα χείλη κλαίνε.
Του ’παν (…)
“να στείλομε στον βασιλιά, να γίνομε ραγιάδες,
τι γλυτωμό δεν έχομε από τους αφεντάδες.”»98

1809.06 ή 07: «Προσκύνημα» παπα–Θύμιου Βλαχάβα

Την ίδια περίπου περίοδο,99 καλοκαίρι100 του 1809, ο παπα–Θύμιος Βλαχάβας, βλέποντας ότι η κατάσταση ήταν αδιέξοδη κι ότι άλλοι αρματολοί ξανακέρδισαν χάρη στην αμνηστία τα αρματολίκια τους, όπως ο Γιώτας Τζίμος στο Δομένικο, εμπιστεύτηκε περισσότερο τον αρχιναύαρχο (καπουδάν πασά) του τουρκικού στόλου και παραδόθηκε σ’ αυτόν, με την προοπτική να τον μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη, όπου με τη βοήθεια του Πατριάρχη και διαφόρων οθωμανών που τηρούσαν εχθρική στάση προς τον Αλή πασά έλπιζε να αθωωθεί και ίσως να ξανακερδίσει κι αυτός το αρματολίκι του.

Από τον Απρίλιο του 1809 μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου καπουδάν πασάς ήταν ο Çarhacı Ali Paşa. Πιθανόν ο Βλαχάβας να εμπιστευόταν περισσότερο —μάταια όμως, όπως αποδείχθηκε— τον Έλληνα δραγουμάνο του στόλου,101 που για το 1809 ήταν ο Ιάκωβος Αργυρόπουλος.102

 103

Ιάκωβος Αργυρόπουλος (Κωνσταντινούπολη 1774 – Αθήνα 1850)

Όμως ο καπουδάν πασάς, μόλις είχε στα χέρια του τον Βλαχάβα «με την οικογένειά του, τους γιους του Γεωργάκη και Κωνσταντίνο και τα ανίψια του Αθανάσιο και Νικόλαο»,104 τους μετέφερε στο Βόλο κι από κει εν πομπή και παρατάξει στα Ιωάννινα, παραδίδοντάς τους στον Αλή πασά,105 αν και πολλοί106 (ίσως ο πατριάρχης, ο δραγουμάνος του στόλου κ.ά.) είχαν ενδιαφερθεί —μάταια— για τη σωτηρία και την απελευθέρωσή του.

«Ἀφοῦ ὁ παπα–Θύμιος μὲ τοὺς τρεῖς υἱούς του καὶ ἀνεψιούς του καὶ μερικοὺς ὀπαδούς του ἐπιστηθίους παρεδόθη εἰς τὸν Καπιτὰν πασᾶν,107 διὰ νὰ τὸν μεταφέρῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν (κὶ ἐκεῖθεν νὰ ἐνεργήσῃ τὴν ἐπάνοδόν του εἰς τὴν θέσιν του), ὁ δὲ Καπετὰν πασᾶς ἢ χαριζόμενος, ἢ δι’ ἄλλα συμφέροντά του σχετικά, τὸν ἔπεμψεν ἀμέσως εἰς τὸν Ἀλῆ πασᾶν, καὶ ἔγινεν θῦμα τῆς ἀποπλανήσεώς του διὰ τοῦ πλέον σκληροῦ θανάτου.»108

«Ὡς ἱερεὺς εὐσυνειδητότερος τῶν συναδελφῶν του καὶ ἐναντίος εἰς τὰς διαθέσεις τῆς ληστοπειρατείας, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἄλλοι ἐδόθησαν, ἀφοῦ ἀπελπίσθη νὰ ἀπολαύσῃ τὴν ἐλευθερίαν, ἥτις τοῦ ἐμπιστεύθη, τῆς πατρίδας, καὶ μὴ εὑρίσκων τὰ μέσα τῆς σωτηρίας του δι’ ἄλλης ὁδοῦ, διὰ νὰ ἐκδικηθῇ τοὐλάχιστον τὸν Ἀλῆν πασᾶν, ἀφοῦ εἶδεν ὅτι ὁ Γιώτας Τζιμόπουλος μεταμεληθείς, διὰ τῆς μεσιτείας τοῦ Βελῆ πασᾶ ἐσυγχωρήθη καὶ ἔλαβεν καὶ τὸ Ἀρματολίκι του εἰς Δομένικον· μὲ τὴν ἐλπίδαν ὅτι θὰ εὕρουν προστασίαν ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους Ὀθωμανούς, τοὺς ὁποίους δὲν ἠνόχλησαν καὶ ἦσαν σύμφωνοι ὅτι, ἐὰν μετέβαινεν εἰς Κωνσταντινούπουλιν, ἤθελεν εὕρῃ καὶ Τούρκους καὶ χριστιανοὺς ἐπισήμους ὑπερασπιστάς, καὶ τὸν Πατριάρχην ἀκόμη ὡς ἱερεύς, συνεννοηθεὶς μὲ τὸν Καπιτὰν πασᾶν, ὅστις καταδίωκεν τοὺς ληστοπειράτας, εὐκόλυνεν οὗτος τὰς ἐπιθυμίας του. Ὅταν οἱ ἄλλοι διαιρούμενοι ἐδιάλεγον τὸν δρόμον τὸν ὁποῖον ἔπρεπεν νὰ λάβουν, αὐτὸς προτιμήσας νὰ προσκυνήσῃ εἰς τὸν Καπιτὰν πασᾶντὸν ὁποῖον ἐστοχάζετο ἐχθρὸν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ἅμα παρεδόθη εἰς τοῦτον μεθ’ ὅλης τῆς οἰκογενείας του, χωρὶς νὰ ἀκούσῃ πλέον ἐντὸς τοῦ πλοίου τὰς ἱκεσίας του, ὡς Τοῦρκος ἀληθὴς πράξας ὁ Καπιτὰν πασᾶς διεύθυνεν αὐτὸν διὰ τοῦ Βόλου εἰς Ἰωάννινα, μὲ γενικὸν κρότονπρὸς τὸν Ἀλῆν πασᾶν109

 110

Ένας Καπουδάν πασάς (Kapudan-ı Derya) με τη συνοδεία του

«Του παπα–Θύμιου τ’ άρεσε και πάει στο δραγουμάνο,
τού ’πε: “καλώς τον τον παπά, τον πρώτο καπετάνο.”
Του ’πε να γράψει μια γραφή ψηλά στον πατριάρχη,
(…)Κι εσώσανε τα γράμματα από τον δραγουμάνη,
κι ο πατριάρχης έβγαλε ευθύς ιτλάκ φερμάνι.
του παπα–Θύμιου το ’στειλε μην έχει κασαβέτι,
τι τώρα γίνηκε ραγιάς στην Πόλη, στο δοβλέτι.
Κι άλλο φερμάνι έστειλε τ’ Αλή πασά: “Βεζίρη,
(…) ο βασιλιάς δεν πρόσταξε πως να τους θανάτωσεις,
μόν’ πρόσταξε στη Ρούμελη νιζάμι να τους δώσεις.
Ό,τ’ έκαμε ας έκαμε λάκιμ να βασγεστίσεις,
κάθε ραγιά στον τόπο του εσύ να τον αφήσεις.”
Αλή πασάς ελούφαζε, όσο να μαζωχθούνε,
να βγουν από την θάλασσα ολίγο να στρωθούνε.
Εγύρισαν και βγαίνουνε οι κλέφτες με φερμάνι,
καθένας και στον τόπον του σηκώθηκε και πάνει.
Και στέλνει στα σκαλώματα Αλή πασάς χαμπέρι,
όντας να βγουν η κλεφτουριά, πάσα ένας να το ξέρει
τον παπα–Θύμιο αβόλετο όπου και να τον ντέσουν
μουτλάκ να μου τον πιάσουνε αυτοί και να τον δέσουν.»111

Εκδοχή με Λαζαίους

Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας παραδίδει μια άλλη εκδοχή: ο Αλή πασάς έδινε στους υπολοίπους μετανοημένους αρματολούς τα αρματολίκια τους, με απώτερο σκοπό να συμβάλλουν στην παράδοση ή τη σύλληψη του Βλαχάβα. Κι επειδή οι αρματολοί δεν ανταποκρίνονταν, ο Αλής πλαστογράφησε μια επιστολή112 των Λαζαίων, αρματολών της ευρύτερης περιοχής του Ολύμπου, κι έτσι κατόρθωσε να συλλάβει ο ίδιος τον Βλαχάβα.

«Ἐκ τοιούτων καὶ τηλικούτων προτροπῶν καὶ ἐξορκισμῶν δελεασθεὶς ὁ Βλαχάβας ἔπαυσε τὰς καταδρομάς, καὶ διαλύσας τὸν πειρατικὸν στολίσκον ἀπολύει τοὺς μετ’ αὐτοῦ συναγωνιζομένους, ἐπὶ τῇ ὑποσχέσει ὅτι οὗτοι ἀναλαμβάνοντες τὰ ἀρματολίκια ἐν περιπτώσει καταδιωγμοῦ θέλουσι τῷ παράσχει ἔνθερμον βοήθειαν. Ὁ Ἀλῆς ἀφήσας αὐτούς νὰ ἐπανέλθωσιν ἀνενοχλήτως εἰς τὰς πατρικὰς ἑστίας, ὕστερον τοῖς ἐπρόβαλλεν ὅτι, ἂν τῷ ὄντι ἐπιθυμοῦσι νὰ ζήσωσι μετ’ αὐτοῦ εἰρηνικῶς, πρέπει νὰ τῷ παραδώσωσι τὸν Βλαχάβαν. “Τὸν παπα–Θύμιο ἀβόλετο ὅπου καὶ νὰ τὸν ντέσουν / μουτλάκ νὰ μοῦ τὸν πιάσουνε αὐτοὶ καὶ νὰ τὸν δέσουν.” Τὸ βέβαιον ὅτι οἱ ἀρματολοὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ ἐκπληρώσωσι τὴν προδοτικὴν ἐντολὴν τοῦ αἱμοβόρου σατράπου· πλὴν οὗτος προλαβών εἶχε συλλάβει τὴν μεταξὺ τούτων καὶ τοῦ Βλαχάβα ἀλληλογραφίαν, καὶ πλαστογραφήσας ἐπιστολὴν τῶν Λαζαίων, ἐν ᾗ προσεκαλεῖτο ἄνω τῆς Κατερίνης ἐν ὡρισμένῃ ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ, συνέλαβεν αὐτὸν ἅμα ἀποβάντα διὰ τῶν ἐκεῖ ἐνεδρευόντων πολυαρίθμων Ἀλβανῶν.»113

 114

Σύγχρονη κατασκευή με βρύση και διακοσμητική καμάρα στο επάνω μέρος του οικοπέδου όπου βρίσκονται τα ερείπια του Πύργου των Λαζαίων στην Άνω Μηλιά Πιερίας.

Ίσως πράγματι ο Αλή πασάς να μεταχειρίστηκε επί ματαίω το τέχνασμα με την πλαστή επιστολή των Λαζαίων, αλλά τελικά ο Βλαχάβας να παραδόθηκε στον Καπουδάν πασά, κι έτσι και οι δύο εκδοχές συγκεράζονται!

«Του παπα–Θύμιου του πικρού σαν τού ’ρθε το φερμάνι,
στης Κατερίνης τα νερά σηκώθηκε και πάνει,
για να πατήσει στη στεριά, μια ψίχα να γλεντήσει,
σ’ όλους τούς φίλους και δικούς χαρτιά να προβοδίσει.
Να πάρει και τους φίλους του να μπει στη Σαλονίκη,
τι Αλή πασάς αδύνατον αυτόν να τον αφήκει·
ο κόσμος, σαν τον έμαθαν, πάνε να τον ιδούνε,
και “κακή μέρα” τού παπά γυρίζουν να του πούνε.
“Μωρέ παπά κακόχρονε και κακομοιριασμένε,
τι γύρευες στην Ρούμελη, μπρε φιδοδαγκαμένε;”»115

⋯Συνεχίζεται⋯

Βιβλιογραφία

Υποσημειώσεις

1 Επίτηδες πρόβαλλε δεκαπλάσιο αριθμό επαναστατών! 

2 Είμαι έτοιμος. 

3 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 598–599 (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα). 

4 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 588–589 (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα). 

5 Καμώματα. 

6 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 599 (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα). 

7 Παπακωνσταντίνου 1998 (Βλαχάβας), 30. 

8 «Ο Νικόλαος Σχινάς (Νικόλαος Σχινάς, Ὁδοιπορικαὶ σημειώσεις Μακεδονίας, Ἠπείρου, νέας ὁροθετικῆς γραμμῆς καὶ Θεσσαλίας, συνταχθεῖσαι τῇ ἐντολῇ τοῦ ἐπὶ τῶν στρατιωτικῶν Ὑπουργοῦ, Ἀθῆναι 1886, 138 & 265) μνημονεύει το χάνι, το οποίο ονομάζει Χάνι της Κρύας Βρύσης και Χάνι Βανακούλια, στον δρόμο Χαλικίου–Καλαμπάκας.» Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 192. 

9 Καλαμπάκα – Κρύα Βρύση – Κλινοβός – Κιάτρα Μπράστα – Αυχένας Σκαφιδά (Μάντρα Χότζα) – Χαλίκι – Γότζιστα – Ιωάννινα, μια δύσκολη και ορεινή διαδρομή 128 χιλιομέτρων, που το υψηλότερο σημείο της βρίσκεται σε υψόμετρο άνω των 2000 μέτρων. 

10 «Ορμίζετ’ ο Βελήμπεης, οπού ’ν’ απ’ το Πρεμέτι, / που βρίσκεται δερβέναγας σ’ αυτό το βιλαέτι.» Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 599 (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα) 

11 Ο πρώην Γρεβενών Γαβριήλ Γκάγκας, θείος της περιωνύμου κυρα–Φροσύνης, εκλέχθηκε μητροπολίτης Λαρίσης στα 1806, ενώ στα 1810 «τοποθετήθηκε» από τον Αλή πασά μητροπολίτης Ιωαννίνων, για τις διευκολύνσεις που του παρείχε στον κατευνασμό των πνευμάτων στη Θεσσαλία κατά την βλαχαβική επανάσταση· βλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, https://www.eleftheria.gr, 20.12.2017. 

12 Ιστορία ΙΑ 1975, 413, Βακαλόπουλος Δ 1973, 724, Μπουρλής 2010 (Βλαχάβα), 50–51. «Το γεγονός αυτό έρχεται να πιστοποιήσει ότι τελικά οι Βλαχαβαίοι δεν κατόρθωσαν να ξεσηκώσουν τους χωρικούς της θεσσαλικής πεδιάδας, πράγμα που κατά τον Πουκεβίλ οφείλεται στη δράση του Μητροπολίτη Λαρίσης Γαβριήλ, που ενεργώντας ως εντολοδόχος του Αλή έπεισε τους δυσαρεστημένους να μην κινηθούν, επισείοντας τα τρομερά αντίποινα που θα ξεσπούσαν εναντίον τους.» Μιχαηλάρης 2000. «Ο ένοπλος παραδειγματισμός και ο θάνατος του Θοδωράκη, ενίσχυσαν τις ειρηνευτικές νουθεσίες του μητροπολίτη Λάρισας Γαβριήλ και κράτησαν έξω από την εξέγερση τους Ασπροποταμίτες και τα πεδινά χωριά της Δυτικής Θεσσαλίας.» Βερνίκος 2017, 23. 

13 Παπακωνσταντίνου 1998 (Βλαχάβας), 30. 

14 Baba: Στα αλβανικά και τουρκικά σημαίνει πατέρας. Στα σλαβικά σημαίνει γιαγιάηλικιωμένη (πβ. μπάμπω < σλαβική баба). Στα τουρκικά έχει κι άλλες σημασίες: λαθρέμποροςεπικεφαλής συμμορίαςπροστάτης αλλά και (μεταφορικά) διασταύρωση. Πιθανόν η ονομασία της γέφυρα οφείλεται σε ανθρωπωνυμικό, δηλαδή προήλθε από το όνομα κάποιου ανθρώπου. Ίσως να ήταν γέφυρα του Κλινοβίτικου ποταμού, ο οποίος πηγάζει από την Τριγκία, της οποίας μία κορυφή ονομάζεται Μπάμπα. Ίσως βέβαια να ταυτίζεται και με τη γέφυρα στο Μουργκάνι. 

15 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 589. 

16 «Σιλιχτάρης: τακτικός φρουρός, σωματοφύλακας, αυτός που φέρει τα όπλα υψηλόβαθμου αξιωματούχου.» Αρχείο Δ 2009, 271 (< τουρκική silâhtar < αραβική سلاح (silaːħ: όπλο) + περσική -dār) 

17 Να ταυτίζεται ή να έχει σχέση με τον Σιλιχτάρ Μπόδα, που «ἐκινήθη κατὰ τοῦ Στορνάρη καὶ Καραϊσκάκη μὲ ἕως 4 χιλιάδας ἄνδρες» (Κασομούλης Α, 302) στα 1823

18 Μας θυμίζει ανάλογες κινήσεις του Ρωμαίου Τίτου Κόιντου Φλαμινίνου, ο στρατός του οποίου δέχθηκε ενισχύσεις και εφόδια από το ίδιο δρομολόγιο, πριν από την κατάληψη της Φαλώρειας και την επίθεσή του εναντίον του Αιγινίου στα 198 π.Χ., γεγονότα με τα οποία θα ασχοληθούμε προσεχώς. 

19 «λιάκιν / λιάκιμ / ιλιάκιν / ιλιάκιμ (lâkin) = αλλά, όμως, εντούτοις» Αρχείο Δ 2009, 228. 

20 Έγγραφο 410, Αρχείο Α 2007, 768–769. 

21 Παπακωνσταντίνου 1998 (Βλαχάβας), 30. 

22 «ἐπὶ κεφαλῆς πέντε χιλιάδων Τουρκαλβανῶν» Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 589. 8.000 αναφέρει ο Κουτσονίκας («Κατζαντώνης μαθὼν τὴν ἐκστρατείαν τοῦ Μουχτὰρ πασᾶ μετὰ ὀκτὼ χιλιάδων Ἀλβανῶν» Κουτσονίκας Α 1863, 146), 15.000 ο Κασομούλης («διατάζει τὸν Μουχτὰρ πασᾶν μὲ ἕως 15 χιλιάδες νὰ κινηθῇ». Κασομούλης Α, 84), πρέπει όμως να αναφέρονται στο σύνολο του στρατού που κινητοποιήθηκε κι όχι ίσως αυτού που —αρχικά— πήρε μέρος σε μάχες στην Καλαμπάκα, το Καστράκι και την γύρω περιοχή. 

23 Βερνίκος 2017, 23. 

24 Ιστορία ΙΑ 1975, 413. 

25 Κασομούλης Α, 84. 

26 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 589. 

27 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 600. (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα) 

28 Που είχε συμβάλει στην κλοπή αρχαιοτήτων του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν —είχε βρεθεί μάλιστα και στον “Μέντορα”, το πλοίο του Έλγιν με τα κλοπιμαία που βούλιαξε έξω από τα Κύθηρα!— και στη συνέχεια βρισκόταν σε μυστική διπλωματική αποστολή στα πλαίσια της προσέγγισης Αγγλίας και Αλή πασά. Σιμόπουλος, Ταξιδιώτες Γ₁, 318, Malcolm 2020, 180 κ.ε. 

29 Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, από τις 12 Απριλίου 1808 μέχρι τις 02 Οκτωβρίου 1815 επίσκοπος Σταγών ήταν ο Γαβριήλ Τζίκας. 

30 Leake 2000.38, 169, Σιμόπουλος, Ταξιδιώτες Γ₁, 504. 

31 Κουτσονίκας Α 1863, 146, Παπακωνσταντίνου 1998 (Βλαχάβας), 30–31. 

32 «Ἐπέπεσον οἱ Ἀλβανοὶ ὅλοι κατὰ τοῦ Θεοδωράκη Βλαχάβαὅστις εἰς ἐκείνην τὴν περίστασιν εὑρέθη νὰ εἶναι μὲ ἕως 150 παλικάρια, μακρὰν τοῦ ἀδελφοῦ του.» Κασομούλης Α, 84–85. Διαφορετική άποψη εκφράζει ο Παπακωνσταντίνου 1998 (Βλαχάβας), 31: «Όταν έφθασαν τα στρατεύματα του Μουχτάρ πασά την 8η Μαΐου του 1808 στο Καστράκι ενώθηκαν ήδη τα δυο σώματα των κλεφτών του Θοδωράκη και του Δημητρίου μπροστά στο Καστράκι· έτσι ο αριθμός των κλεφτών έφθασε στους εννιακοσίους περίπου. Ταυτόχρονα ενώθηκαν και οι δυνάμεις των τουρκαλβανών των Τρικάλων με του Μουχτάρ πασά και έτσι άρχισε από το πρωί της 8ης Μαΐου του 1808 μεγάλη μάχη μεταξύ των επαναστατών και των στρατευμάτων του Αλή.» 

33 Δεκάωρη την υπολογίζει ο Σάθας, 24ωρη ο Κασομούλης. 

34 Βακαλόπουλος 1986 (Αρματολίκια, Βλαχάβας), 74, Ιστορία ΙΑ 1975, 413. 

35 «Κατά το τέλος της συμπλοκής.» 

36 Κασομούλης Α, 84–85. 

37 «Ἐπὶ κεφαλῆς πέντε χιλιάδων Τουρκαλβανῶν» λέει παραπάνω στην ίδια σελίδα ο ίδιος συγγραφέας (Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 589) ενώ λίγο παρακάτω τους υπολογίζει σε αδρές γραμμές δεκαπλάσιους των —περίπου— εξακοσίων Βλαχαβαίων. 

38 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 589–590. 

39 1808 είναι το σωστό. 

40 Κασομούλης Α, 71. 

41 «Κατά το τέλος της συμπλοκής.» 

42 Κασομούλης Α, 84–85. 

43 Βλιώρας 2021 (Ετυμολογικά), 28. 

44 «Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι στο πεδίο της μάχης έπεσε ο Θοδωράκης και ο Δημήτριος. Ακόμα το επιβεβαιώνει και η παράδοση αυτό. Ενώ αντίθετα η ενθύμηση αυτή μάς λέει ότι ο Θεοδωράκης και ο Μιχαλογιάννης σκοτώθηκαν από κάποιο Σιαπέρα. Μήπως είναι ο γνωστός αρματολός των Σερβίων;» Παπακωνσταντίνου 1998 (Βλαχάβας), 35. 

45 Λουκόπουλος 1936, 129. 

46 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 600–601. (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα) 

47 «Περὶ τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ Βλαχάβα ἐλεεινός τις γραμματοδιδάσκαλος, Ἰωάννης Κερασοβίτης, ἔγραψεν ἄθλιον στιχούργημα, ἐν ᾧ μυρίας ἐπισωρεύων κατὰ τοῦ ἐθνομάρτυρος ὕβρεις χαμερπέστατα ἐξυμνεῖ τὸν Ἀλῆν πασᾶν.» Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 594. 

48 Σιμόπουλος, Ταξιδιώτες Γ₂, 360. 

49 Αλέξανδρος Μαμόπουλος, Ήπειρος, Αθήναι 1961. 

50 Mitko 1878, 102. 

51 «Η (στρατιωτική) πτέρυγα ή ομάδα». 

52 Σιμόπουλος, Ταξιδιώτες Γ₁, 504. 

53 Αινιάν 1903 (Καραϊσκάκης), 5. 

54 «Ὁ Ἀλῆ πασᾶς, προλαμβάνων τὴν περίστασιν, διεύθυνεν ὑπὸ τὸν υἱόν του Μουχτὰρ πασᾶν τοὺς σωματοφύλακάς του (τζοχανταραίους) μὲ μεγάλην βίαν.» Φιλήμων 1834 (Φιλική), 107, υποσημείωση γ. 

55 Αινιάν 1903 (Καραϊσκάκης), 12–13. 

56 «Συμβουλίου δὲ γενικοῦ κροτηθέντος ἤδη παρὰ τῇ Ὑψηλῇ Πύλῃ, συνεζητήθη καὶ ἐψηφίσθη ὡς ἀναγκαιοτάτη ἡ καταστροφὴ τοῦ Ἀλῆ καὶ νομικὴ γνώμη (φετφᾶς) ἐκδοθεῖσα ἀμέσως ὑπηγόρευε καὶ ὑπέβαλλεν εἰς ἕκαστον πιστὸν ὑπήκοον τῆς βασιλείας τὸ ἱερὸν χρέος πρὸς καταδίωξιν τοιούτου ἐχθροῦ. Τούτου γενομένου, ἐξεδόθη σουλτανικὴ διαταγή καὶ ἐστάλη εἰς τὸν Ἀλῆν, προσκαλοῦσα αὐτὸν εἰς Κωνσταντινούπολιν.» Αραβαντινός 1856α (Ήπειρος), 323–324 

57 https://commons.wikimedia.org. 

58 «Κατά τον Σάθα αφού τελείωσε η μάχη την ίδια μέρα, δηλαδή την 8η Μαΐου του 1808, έφθασε μετά από δίωρο ο Παπαθύμιος με βοήθεια 500 κλεφτών από τον Όλυμπο, ενώ κατά την εκδοχή του Κασομούλη πρέπει να έφθασε την 9η Μαΐου του 1808.» Παπακωνσταντίνου 1998 (Βλαχάβας), 31. 

59 Σιμόπουλος, Ταξιδιώτες Γ₁, 504. 

60 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 589–590. 

61 Φιλήμων 1834 (Φιλική), 107–108, υποσημείωση γ. 

62 Φιλήμων 1834 (Φιλική), 108. 

63 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 589–590. 

64 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 601. (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα) 

65 https://commons.wikimedia.org. 

66 Ιστορία ΙΑ 1975, 413. 

67 «Η παλιά συμπάθεια του συγγραφέα προς αυτή την οικογένεια δεν τον αφήνει να γράψει την πικρή λέξη.» 

68 Κασομούλης Α, 85. 

69 «Γιατί το σαμάρι δεν ήτανε δυνατό να στερεωθεί με το λουρί από την ουρά.» 

70 Κασομούλης Α, 71–72. 

71 «Ελλήσποντο». 

72 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 590. 

73 Κασομούλης Α, 73. 

74 https://commons.wikimedia.org. 

75 «ίχνος, ακολουθία πατημασιών (ανθρώπων ή ζώων)» (< αλβανική torua / torue (ντορός, ίχνος) < πρωτοσλαβική *torove) 

76 Ελλήσποντο. 

77 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 601–602. (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα) 

78 «Ο Μ. Κωνσταντινίδης γράφει για την παραμονή του παπα–Θύμιου στη Σκύρο: “τοῦ καταφυγόντος καὶ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἐν τῇ πόλει παραμείναντος Εὐθυμίου Βλαχάβα, καὶ ἄλλων τινῶν ὁπλαρχηγῶν, ὑφ’ ὧν ἔτυχε προστασίας ἡ Σκύρος, εἰ καὶ εἰς αὐτοὺς τούτους αἱ εἰσφοραὶ καὶ δαπάναι αἱ πρὸς τροφοδοσίαν ἐκ μέρους τῶν Σκυρίων δὲν ἔλειψαν.”» Μπουρλής 2010 (Βλαχάβα), 53. 

79 Όπως θα δούμε αναλυτικότερα πιο κάτω, στο οικείο κεφάλαιο. 

80 Ο Γρηγόριος Εʹ διετέλεσε τρεις φορές πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1797–1798, 1806–10.09.1808 και 1818–1821), ο Καλλίνικος Εʹ δύο φορές (1801–1806 και 10.09.180823.04.1809) κι ο Ιερεμίας Δʹ μία φορά (23.04.1809–1813). Άρα, αν γράφτηκε από τον Γρηγόριο Εʹ το πατριαρχικό παραινετικό γράμμα «πρὸς ἐγκατάλειψιν σταδίου μῶμον μέγιστον προστρίβοντος εἰς αὐτόν, καὶ ὡς χριστιανόν, καὶ ὡς ἱερέα τοῦ Ὑψίστου», γράφτηκε πριν από τις 10 Σεπτεμβρίου 1808. 

81 https://commons.wikimedia.org. 

82 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 590. 

83 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 590. 

84 https://commons.wikimedia.org. 

85 «Μπορούμε να υποθέσουμε ότι εδώ υπονοείται η υπηρεσία τών εν λόγω αρματολών στον στολίσκο του Σενιάβιν από το 1807.» Αρχείο Ε 2018, 149. 

86 Έγγραφο 1539, Αρχείο Ε 2018, 150. 

87 https://commons.wikimedia.org. 

88 «ρέι / ρέγι / ρεγίνι / ράι / ράγι / ρέγγι (rey) = ιδέα, γνώμη, ψήφος, απόφαση» Αρχείο Δ 2009, 263. 

89 «(ta’yin) = σιτηρέσιο, κουραμάνα, διορισμός, καθορισμός» Αρχείο Δ 2009, 276. 

90 Έγγραφο 438, Αρχείο Β 2007, 10–11. 

91 Αρχείο Β 2007, 9. 

92 https://commons.wikimedia.org. 

93 Σπανός Κ. 2014β (Ενθυμήσεις), 80. 

94 Τον Λιόλιο Λάζο

95 Κασομούλης Α, 76. 

96 Έγγραφο 476, Αρχείο Β 2007, 68. 

97 οπωσδήποτε, απολύτως. (< τουρκική mutlak (απόλυτος, απολύτως, οπωσδήποτε) < αραβική مطلق (muṭlaq: απόλυτος, απεριόριστος, ελεύθερος) 

98 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 602 (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα). 

99 «Ύστερα από έναν χρόνο (Σ.Σ.: εννοείται από την επανάσταση του Μαΐου 1808), παρασυρμένος από τις υποσχέσεις αμνηστίας του Τούρκου αρχιναυάρχου, παραδίνεται σ’ αυτόν.» Μιχαηλάρης 2000. «Ο Θύμιος, πιστεύοντας τα περί αμνηστίας, παραδόθηκε μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 1809 στον ναύαρχο του τουρκικού στόλου Καπουδάν πασά.» Μπουρλής 2010 (Βλαχάβα), 54. «Λίγο αργότερα ο Ευθύμιος έπεσε στην παγίδα της αμνηστίας και παρουσιάστηκε, αρχές του 1809, στον Καπουδάν πασά, ο οποίος, παρά τα συμφωνηθέντα, τον παρέδωσε στον Αλή πασά στα Γιάννενα.» Νημάς 1981 (Βλαχαβαίοι), 143. 

100 Γνωρίζουμε από τους περιηγητές Hobhouse και Leake ότι ο παπα–Θύμιος εκτελέστηκε αρχές Οκτωβρίου (ή τέλος Σεπτεμβρίου) του 1809 κι ότι έμεινε ένα τρίμηνο στη φυλακή του Αλή πασά. («Κατά την διάρκεια της τρίμηνης φυλάκισής του (…) Τελικώς, τον περασμένο Οκτώβριο (1809) (…) θανατώθηκε.» Leake 2000.38, 169–170. «Ο Hobhouse και o Byron προορίζονταν για τα Γιάννενα. Την 1 Οκτωβρίου μπήκαν σ’ ένα καΐκι και βγήκαν στη Σαλαώρα, το επίνειο της Άρτας. (…) Στα Γιάννενα, το πρώτο που είδαν οι δυο Άγγλοι περιηγητές μπαίνοντας στην πόλη (…) ήταν ένα κομμάτι από το σώμα κάποιου Κλέφτη που αποκεφαλίσθηκε πριν πέντε μέρες.» Σιμόπουλος, Ταξιδιώτες Γ₂, 70, 71.) Άρα παραδόθηκε στον Αλή κάπου μέσα στον Ιούλιο και στον καπουδάν πασά ίσως τον Ιούνιο του 1809

101 «Αξίωμα της οθωμανικής διοίκησης στο οποίο χρησιμοποιούσε γλωσσομαθείς υπηκόους της, όπως σε όλες τις θέσεις δραγουμάνων (διερμηνέων). Ο δραγουμάνος του στόλου είχε την έδρα του στο Κασίμπασα (Kasımpaşa) της Κωνσταντινούπολης, όπου βρισκόταν και η διοίκηση του στόλου. Εμπλεκόταν κυρίως σε υποθέσεις που αφορούσαν τα νησιά του Αιγαίου, αφού τα τελευταία ανήκαν στη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά. Ο πιο ονομαστός δραγουμάνος του στόλου ήταν ο Νικόλαος Μαυρογένης, ο οποίος έπειτα από τριακονταετή περίπου θητεία ανήλθε το 1785 στο αξίωμα του ηγεμόνα της Βλαχίας. Ο τελευταίος δραγουμάνος του στόλου Νικόλαος Μουρούζης δολοφονήθηκε το 1821, οπότε καταργήθηκε και το σχετικό αξίωμα.» http://asiaminor.ehw.gr 

102 Philliou Christine, Biography of an Empire: Governing Ottomans in an Age of Revolution, University of California Press, Berkeley, Los Angeles and London 2011 ISBN 978-0-520-26633-9, σελ. 185. Ο Αργυρόπουλος τα έτη 1812–1817 διετέλεσε Μεγάλος Διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. 

103 https://www.greekencyclopedia.com

104 Μπουρλής 2010 (Βλαχάβα), 54. 

105 «Η τύχη του Μπλαχάβα είναι γνωστή: παρασυρμένος από την ελπίδα αμνηστίας, που του προβάλλει ως δόλωμα ο καπουδάν πασάς, παρουσιάζεται σ’ αυτόν, αλλά παραδίδεται στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος τον φυλακίζει και ύστερ’ από τρεις μήνες τον εκτελεί.» Βακαλόπουλος Δ 1973, 725. «Όμως, ο Βλαχάβας τελικά δεν ξεφεύγει από τα χέρια του Αλή πασά. Ύστερα από έναν χρόνο, παρασυρμένος από τις υποσχέσεις αμνηστίας του Τούρκου αρχιναυάρχουπαραδίνεται σ’ αυτόν. Ο τελευταίος, όμως, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τον παραδώσει στον πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος τον έκλεισε στη φυλακή και ύστερα από τρεις μήνες τον εκτελεί, αφού προηγουμένως, κατά τη συνήθειά του, τον υπέβαλε σε βασανιστήρια.» Μιχαηλάρης 2000

106 «Πολλοί ενδιαφέρθηκαν για την σωτηρία του Ευθυμίου, αλλά τελικώς επικράτησε η επιρροή του Αλή πασά και ο Καπουδάν πασάς τον έστειλε στα Ιωάννινα, για να τον κάνει ό,τι ήθελε ο βεζίρης.» Leake 2000.38, 169–170. 

107 «Παρεδόθη εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ 1811 (sic) καὶ ἐστάλη εἰς Ἰωάννινα περὶ τὸν Μάιον.» Κασομούλης Α, 75. 

108 Κασομούλης Α, 75–76. 

109 Κασομούλης Α, 85–86. 

110 https://commons.wikimedia.org. 

111 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 603 (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα). 

112 «Αδελφέ παπα–Θύμιο Βλαχάβα, σε προσκυνούμεν και σου δίνομεν την είδησιν ότι το θηρίο το ανήμερον, ο Αλής, έλαβε βουλή κι απόφασιν να σε χαλάσει. Γνωρίζομεν αφεύκτως το πράγμα από εδικούς μας του σαραγιού. Όθεν, φυλάξου όπως ημπορείς και αύριον κινάς διά Κατερίνην μυστικώς, οπού σε καρτερούμεν και βλέπομεν αντάμα πώς θα πολεμήσομεν την δελυράν επιβουλήν του τυράννου. Έλα το δίχως άλλο. Σε φιλούμεν αδελφικώς. Οι Λαζαίοι». Ζήσης 2005 (Βλαχάβας), 556. 

113 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 591. 

114 https://commons.wikimedia.org. 

115 Σάθας 1869 (Τουρκοκρατουμένη Ελλάς), 603 (Χατζή Σεχρέτης, Αληπασιάδα). 

Δεν υπάρχουν σχόλια

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.