Στα «ΝΕΑ» ο Χρίστος Λιάπης. Το καλοκαίρι εκείνο….
Ο Ψυχίατρος και Πρόεδρος του ΚΕΘΕΑ ξαναβλέπει στο replay της μνήμης του τα καλοκαίρια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας στο εξοχικό των γονιών του, στον Πλαταμώνα.
«Για ένα ζευγάρι ελεύθερα φτερά»
‘Ας κάψουμε χρυσάνθεμα που ανθίζουν στον κήπο πλάι στις ντάλιες, γιατί από σκοπνη πύρεθρου φτιάχνεται το πράσινο «φιδάκι» που διώχνει τα επίμονα λεπιδόπτερα των αναμνήσεων’
«Ήταν μία μέρα ζεστή, καυτή όπως όλες οι μέρες εκείνου του Ιουλίου». Έτσι ξεκινούσε το διήγημά μου «Για ένα ζευγάρι ελεύθερα φτερά» που κέρδισε το 1οβραβείο στον Πανλυκειακό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας του 1996. Έμπνευσή του τα καλοκαίρια της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας στο εξοχικό των γονιών μου, στον Πλαταμώνα, ένα παραθαλάσσιο μέρος ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς, στα νότια της Πιερίας, κάτω από ένα από τα πλέον καλοδιατηρημένα κάστρα της πατρίδας μας, το οποίο ακόμη επιτηρεί, σε πείσμα της πετρωμένης ερημιάς του και της διαπλάτυνσης της Εθνικής Οδού, το οδικό πέρασμα από τη βόρεια στην κεντρική Ελλάδα.
Εκεί, στο μπαλκόνι του Πλαταμώνα, με το «φιδάκι» να καίει, σπειροειδές πρασινωπό αυτόκαυσ
Βρεγμένοι ήχοι ποτίσματος από μικρά πλαστικάμπεκ στον κήπο, φωτεινά, ηλεκτροφόρα, αλλά όχι δηλητηριώδη, άκακα, κοκκινοπράσινα μανιτάρι
Ένας γερο-βοσκός μας είχε πει κάποτε, όταν στάθηκε να πιει λίγο νερό, που ποτέ δεν μας περίσσευε σε αυτό το σπίτι, σε εκείνη τη βεράντα, πως στον Πλαταμώνα, το καλοκαίρι, οι οχιές παραφυλάνε ανάμεσα στα πολύχρωμα λουλούδια για να αρπάξουνε τις μέλισσες. Ας κάψουμε, λοιπόν, χρυσάνθεμα που ανθίζουνε στον κήπο, πλάι στις ντάλιες, γιατί από σκόνη πύρεθρουφτιάχνεται το πράσινο «φιδάκι» που διώχνει τα επίμονα λεπιδόπτερα των αναμνήσεων. Αυτά που εξακολουθητικά συγκρούονταν με τον ιπτάμενο εαυτό τους στον φωτεινό καθρέπτη της τηλεόρασης, τα βράδια, εκείνο το καλοκαίρι.
Από αυτήν την καλοκαιρινή τηλεόραση άκουσα, σε μια λογοτεχνική εκπομπή της τότε ΕΡΤ 2 πως η Θεσσαλονίκη -μιάμιση ώρα απόσταση από τον Πλαταμώνα, το καλοκαίρι του 1989, με το Mazda Deluxe Sedan μοντέλο του 1971, του πατέρα μου, με τα παράθυρα ανοικτά, χωρίς κλιματισμό, σε μια άλλη Ελλάδα- φέρνει ασυνείδητα σε όλους τους Έλληνες που την επισκεπτόμαστε, μια υπόρρητη μελαγχολία γιατί, μοιάζοντας βυζαντινοπρεπώς με την Κωνσταντινούπολη, μάς υπομνύει
Η μητέρα μου ήταν πάντα η μικρότερη από τις αδελφές της και έτσι –τηρουμένης της βιολογικής τάξης- δεν βρέθηκα ποτέ στη θέση του επισκέπτη της Θεσσαλονίκης που νοσταλγεί τη χαμένη Πόλη του. Δεύτερο καλοκαίρι του Κορωνοϊού, πέρυσι, πήρα τη μητέρα μου μαζί σε μία επίσκεψή μου στη Θεσσαλονίκη, περνώντας κάτω από τη βεράντα του σπιτιού στον Πλαταμώνα. Ενός σπιτιού που βάζω –ασύμφορα- μέσα του ανθρώ
Φιδάκι αναμμένο οι σπείρες του χρόνου, με το εκμαγείο της στάχτης των καμένων στιγμών να ακροβατεί στην άκρη του και εγώ να αναρωτιέμαι, με τον Γκάλη να πετάει στον αέρα και να πασάρει στον Χριστοδούλου, ανάμεσα στα υψωμένα χέρια των Σοβιετικών, ελισσόμενος ως αίλουρος μέσα στα σμήνη των κουνουπιών και των ιπτάμενων μυρμηγκιών που μαγνητίζονταν από την τηλεοπτική φωταψία, αν πρώτα θα πέσει η στάχτη του πύρεθρου ή του τσιγάρου από τα χέρια του πατέρα μου. Τελικά, μού είχε μείνει η Σαλονίκη μου….χωρίς
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.